Στυτική δυσλειτουργία και LDL χοληστερόλη (χοληστερίνη)

new30_8268019_ma.jpg

Η χοληστερόλη ή χοληστερίνη, όπως είναι ευρέως γνωστή, είναι μία χημική ουσία (στερόλη), που αυξάνει στον οργανισμό με την κατανάλωση λιπαρών ουσιών. Το όχημα μεταφοράς της χοληστερόλης των τροφών είναι τα χυλομικρά μέσω των οποίων η εξωγενώς απορροφούμενη χοληστερόλη μεταφέρεται στο ήπαρ.

Εκτός όμως από την εξωγενή οδό απορρόφησης της χοληστερόλης το ήπαρ συνθέτει χοληστερόλη από πρώτες ύλες με μία καταιγίδα χημικών αντιδράσεων. Η ενδογενώς παραγόμενη χοληστερόλη αποτελεί και την κύρια ποσότητα της χοληστερόλης που χρησιμοποιεί ο οργανισμός. Το όχημα μεταφοράς στο αίμα είναι οι λιποπρωτεΐνες, που αποτελούνται από υδρόφοβα λιπίδια (εστέρες χοληστερόλης, τριγλυκερίδια), υδρόφιλα λιπίδια (φωσφολιπίδια, μη εστεροποιημένη χοληστερόλη) και πρωτεΐνες. Οι λιποπρωτεΐνες ανάλογα με την πυκνότητά τους διαιρούνται σε χυλομικρά, VLDL (very low densitylipoprotein-πολύ χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη), IDL(Intermediate density lipoprotein-ενδιάμεσης πυκνότητας λιποπρωτεΐνη), LDL (low density lipoprotein-χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη) και HDL (high density lipoprotein-υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη). Το τμήμα της χοληστερόλης που συνδέεται με την LDL, είναι εκείνο που, υπό προϋποθέσεις, προκαλεί δυσλειτουργία του ενδοθηλίου και αθηρωμάτωση. Η δυσλειτουργία του ενδοθηλίου είναι η παθολογική κατάσταση κατά την οποία αλλοιώνεται σημαντικά η εκκριτική ικανότητα του ενδοθηλίου, η δομή ή η λειτουργία του. Η ομαλή λειτουργία του ενδοθηλίου είναι πολύ σημαντική για την καλή στύση. Προϋπόθεση της επαρκούς στύσης είναι η αύξηση της ροής του αίματος, φαινόμενο που εγκαθίσταται μετά την πλήρη χάλαση των αρτηριών και των λείων μυϊκών ινών των σωμάτων του πέους. Το μονοξείδιο του αζώτου ΝΟ, ουσία που εκκρίνεται από το άθικτο ενδοθήλιο συντελεί στο φαινόμενο αυτό της χάλασης, ενώ η επάρκεια της ελαστικότητας και διασταλτικής ικανότητας του αγγείου επιτυγχάνεται με την διατήρηση της ακεραιότητας της ανατομικής δομής του ενδοθηλίου. Το άθικτο ενδοθήλιο εκκρίνει επιπρόσθετα ένα σύνολο ουσιών (π.χ. ενδοθηλίνη), που έχουν κεντρικό ρόλο στην τοπική διατήρηση της ευαίσθητης βιοχημικής ισορροπίας.

Όταν αυξάνεται η LDL και συντρέχουν ένας ή περισσότεροι από ορισμένους βλαπτικούς για το ενδοθήλιο των αγγείων παράγοντες (π.χ. κακή κληρονομικότητα, αυξημένη πίεση αίματος, αυξημένο σάκχαρο, κάπνισμα), λιποπρωτεΐνες LDL συρρέουν στον έσω χιτώνα της αρτηρίας, όπου υφίστανται βιοχημικές τροποποιήσεις (π.χ. οξείδωση, μη ενζυματική γλυκοζυλίωση), ενώ αναπτύσσεται μια ιδιότυπη φλεγμονώδης αντίδραση. Λευκά αιμοσφαίρια συρρέουν στην περιοχή, μονοκύτταρα μετατρέπονται σε φαγοκύτταρα που φαγοκυτταρώνουν το λίπος του τοιχώματος. Παράγοντες φλεγμονής και αυξητικοί παράγοντες συρρέουν τοπικά, ενεργές μορφές οξυγόνου (ρίζες οξυγόνου) παράγονται, χημικές ουσίες που εκλύονται καταστρέφουν πλειάδα ενδοθηλιακών κυττάρων με αποτέλεσμα την ανάπτυξη δυσλειτουργίας του ενδοθηλίου και την διαταραχή της στύσης. Ο αυλός του αγγείου προοδευτικά στενεύει και η αιματική ροή διαταράσσεται σημαντικά.

Πολλά ένζυμα εμπλέκονται στην ενδογενή παραγωγή και το μεταβολισμό της χοληστερόλης. Πολλές φορές τα αυξημένα επίπεδαLDL, οφείλονται σε αλλοιωμένη λειτουργία των ενζύμων αυτών ή σε παράγοντες που επεμβαίνουν στον κύκλο της χοληστερόλης.

Έτσι αυξημένα επίπεδα LDL προκαλούν εκτός από την κακή διατροφή:

  • Κληρονομικοί παράγοντες
  • Η φθορά του χρόνου
  • Ορμονικές διαταραχές (π.χ. υποθυρεοειδισμός)
  • Νεφρωσικό σύνδρομο
  • Παθήσεις ήπατος, χοληφόρων
  • Ορισμένες μορφές νευρικής ανορεξίας
  • Φάρμακα
  • Μεταβολικές διαταραχές (π.χ. διαβήτης)

Η σωστή παθολογική εξέταση έχει κομβική σημασία στη σωστή διαφορική διάγνωση και θεραπεία.

Δρ. Αναστασία Μοσχοβάκη

Ιατρός Ειδική Παθολόγος