Ο όρος στρες πρωτοεμφανίστηκε το 1936 από τον Hans Selye, ο οποίος προσδιόρισε την κατάσταση αυτή ως «τη μη συγκεκριμένη αντίδραση του σώματος μας σε απαιτήσεις αλλαγής». Επομένως, αν φανταστούμε έναν άνθρωπο να βρίσκεται μπροστά σε μια απειλή της ζωής του (π.χ. μπροστά σε ένα γκρεμό, αντιμέτωπο με ένα λιοντάρι), τότε καταλαμβάνεται από στρες κι αντιδρά διαφορετικά. Πιο συγκεκριμένα, νιώθει να λειτουργεί στα όρια των δυνατοτήτων του (γνωστή κατάσταση κι ως «πάλεψε ή τρέξε»). Αυτό συμβαίνει γιατί το σώμα μας αντιλαμβανόμενο τον κίνδυνο, ξεκινά μια σειρά ορμονικών αλλαγών, προεξαρχόντων της έκκρισης αδρεναλίνης, νορεπινεφρίνης και κορτιζόλης, με στόχο την επιβίωση. Με άλλα λόγια, το σώμα μας χρειάζεται άμεσα ενέργεια κι επομένως η κορτιζόλη, ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις, φροντίζει να προμηθεύσει την κυκλοφορία του αίματος με γλυκόζη (μέσω της διαδικασίας της γλυκονεογένεσης, δηλαδή της δημιουργίας γλυκόζης από άλλες πηγές, κυρίως αμινοξέα αλλά και διάσπασης γλυκογόνου και λιποαποθηκών) και στη συνέχεια η αδρεναλίνη και η νορεπινεφρίνη φροντίζουν να φτάσει γρήγορα η γλυκόζη στους μυς, ώστε να παραχθεί έργο.