Συναισθηματική υπερφαγία (emotional eating)

new21_synaisthhmatikhyperfagia.jpg

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ:

Γιατί αποτυχαίνουν καθημερινά εκατομμύρια άτομα στο να διατηρήσουν ένα πρόγραμμα διατροφής με στόχο την απώλεια βάρους;
Γιατί δεν ξεκινούν πολλοί άνθρωποι καν μια δίαιτα, παρόλο που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας λόγο της παχυσαρκίας τους;
Γιατί οι δυσμενείς συνέπειες του περιττού βάρους, όπως η μειωμένη διάθεση, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η αρνητική εικόνα του εαυτού, η κοινωνική απόσυρση, δεν οδηγούν το υπέρβαρο άτομο στην αντιμετώπιση του προβλήματος;
Γιατί ένα μεγάλο ποσοστό ατόμων μετά από την απώλεια βάρους ξαναπαίρνει τα κιλά που έχασε και μάλιστα πολλές φορές παίρνει περισσότερα κιλά από ότι είχε χάσει με τη δίαιτα που έκανε (jojo – effect);
Γιατί καταφεύγουμε στο φαγητό ως απάντηση μιας δυσάρεστης συναισθηματικής κατάστασης, συχνά με παρορμητικό και ανεξέλεγκτο τρόπο;

 
Τα παραπάνω ερωτήματα απασχολούν τα τελευταία χρόνια έντονα την επιστημονική κοινότητα που ερευνά τις αιτίες της παχυσαρκίας καθώς και τους τρόπους αντιμετώπισής της. Για την προσέγγισή τους πρέπει να ξεκινήσουμε από ένα βασικό γεγονός:

Η πρόσληψη τροφής για τον άνθρωπο δεν έχει μόνο βιολογική αλλά και ψυχική αξία.

Ο άνθρωπος γεννιέται με την λεγόμενη ενστικτώδη ή ενδογενή ρυθμιζόμενη κατανάλωση τροφής. Η ενστικτώδης αυτή ανάγκη, εξυπηρετεί ταυτόχρονα δύο σκοπούς: Έναν βιολογικό, να συντηρηθεί δηλαδή ο οργανισμός παίρνοντας την αναγκαία καύσιμη ύλη, αλλά και έναν ψυχικό, δηλαδή να εισπράξει ευχαρίστηση το άτομο μέσα από την διαδικασία πρόσληψης εύγευστης τροφής. Tο αίσθημα της πείνας και η επιθυμία για φαγητό – η όρεξη, διαφέρουν σημαντικά αφού εξυπηρετούν δύο εντελώς διαφορετικές ανάγκες.

Όταν γεννιέται το μωρό, αυτές οι δυο ανάγκες βρίσκονται συνήθως σε μια τέλεια ισορροπία. Το βρέφος τρώει μόνο όταν πεινάει και σταματάει να τρώει μόλις ικανοποιηθεί η βιολογική του πείνα. Στη συνέχεια νιώθει ικανοποίηση και ασφάλεια και βιώνει γενικότερα μια ευχάριστη συναισθηματική κατάσταση. Όσο μεγαλώνει το παιδί, πολλοί γονείς άθελά τους, αποδυναμώνουν συστηματικά αυτό το φυσιολογικό αίσθημα του κορεσμού, πιέζοντας το παιδί π.χ. να τρώει παρόλο που έχει χορτάσει («Να φας όλο το φαγητό σου».). Επίσης καλλιεργούν πολλές φορές πέρα από την φυσιολογική «εσωτερική» ικανοποίηση από τη λήψη τροφής έναν επιπλέον συνδυασμό μιας ευχάριστης «εξωτερικής» κατάστασης με το φαγητό, π.χ. με το να το ταΐζουν αφού βλέπει τηλεόραση ή όταν είναι απασχολημένο με μια ευχάριστη δραστηριότητα. Συμβαίνει επίσης συχνά, οι γονείς να καλλιεργούν το συνδυασμό τροφή – αποφυγή μιας δυσάρεστης συναισθηματικής κατάστασης με το να προσφέρουν ελκυστική τροφή (σοκολάτα, μπισκότα κ.τ.λ.) στην προσπάθεια βελτίωσης μιας δυσάρεστης συναισθηματικής κατάστασης ματαίωσης ή πόνου.

Αυτοί οι συνδυασμοί γίνονται μέσω της διαδικασίας της μάθησης και της γενίκευσης «σχήματα» στην ενήλικη ζωή και η τροφή λειτουργεί όλο και περισσότερο ως ακατάλληλο «εργαλείο» για την προσωρινή ικανοποίηση διάφορων αναγκών ή την αποφυγή δυσάρεστων καταστάσεων. Μακροπρόθεσμα όμως οι εν λόγω ανάγκες δεν καλύπτονται ικανοποιητικά με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται το φαγητό όλο και περισσότερο για όλο και λιγότερη ικανοποίηση, με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται περιττό βάρος στον οργανισμό. Η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμα πιο πολύ λόγω του γεγονότος ότι το ίδιο το φαγητό μέσω των διάφορων ουσιών που περιέχει, μπορεί πράγματι να «φτιάχνει» την διάθεσή μας. Τροφές όπως η ζάχαρη, η σοκολάτα ή τροφές που περιέχουν υδατάνθρακες, φαίνεται ότι επηρεάζουν τις εκκρίσεις ορμονών και νευροδιαβιβαστών στο σώμα μας, που συνδέονται με συναισθήματα πληρότητας, ανακούφισης και ευφορίας. Παρόλο που ενδεχομένως αναγνωρίζει ο υπέρβαρος ενήλικας τους μηχανισμούς που τον οδηγούν στην υπερβολική λήψη τροφής, πολλές φορές είναι πέρα από τις δυνατότητές του να τους ξεπεράσει και καταλήγει στη συστηματική «συναισθηματική υπερφαγία», η οποία αποτελεί μια ξεχωριστή κατηγορία στις λεγόμενες διατροφικές διαταραχές.

Η «συναισθηματική υπερφαγία» χαρακτηρίζεται από ανίκητη ανάγκη για φαγητό, συνήθως για τροφές με χαμηλή ποσότητα ιχνοστοιχείων ή βιταμινών αλλά με υψηλή περιεκτικότητα σε λίπη, άμυλο και ζάχαρη, ως αντίδραση σε δύσκολες ή δυσάρεστες ψυχολογικές καταστάσεις. Η τροφή ΔΕΝ λαμβάνεται για την ικανοποίηση της φυσιολογικής βιολογικής πείνας αλλά λαμβάνεται για την κάλυψη συναισθηματικών αναγκών που δεν καλύπτονται με καταλληλότερους τρόπους. Κατά τη διάρκεια ενός τυπικού επεισοδίου υπερφαγίας τα άτομα έχουν έντονη την αίσθηση της απώλειας ελέγχου και καταναλώνουν με μεγάλη ταχύτητα μεγάλη ποσότητα παχυντικών τροφίμων. Σε αντίθεση όμως με την ψυχογενή βουλιμία, το άτομο το οποίο παρουσιάζει συναισθηματική υπερφαγία δεν προκαλεί εμετούς για την αποβολή της τροφής. Η συστηματική συναισθηματική διατροφή με την υπερκατανάλωση θερμίδων οδηγεί σταδιακά στην απώλεια της καλής φυσικής κατάστασης του ατόμου και στην απόκτηση παραπανίσιων κιλών που μπορεί να καταλήξει και στην παχυσαρκία.

Ο φαύλος κύκλος της συναισθηματικής υπερφαγίας

Το άτομο με συναισθηματική υπερφαγία δυσκολεύεται συνήθως στο να εντοπίζει και να εκφράζει ανάλογα τα συναισθήματά του, τις ανάγκες του και τα θέλω του και να τα διαχειρίζεται κατάλληλα. Όταν βιώνει μια διάχυτη δυσάρεστη κατάσταση, η συναισθηματική υπερφαγία εκδηλώνεται ως προσπάθεια βελτίωσης αυτής της κατάστασης στην οποία βιώνει συναισθήματα όπως:

· άγχος
· εκνευρισμός
· πλήξη
· μοναξιά
· απογοήτευση
· αίσθηση του ανεκπλήρωτου.

Η συναισθηματική υπερφαγία μπορεί όμως να πυροδοτηθεί και από δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις, όπως π.χ. ένα διαζύγιο, μια αλλαγή περιβάλλοντος, η απώλεια εργασίας, όπου λειτουργεί ως τρόπος καταστολής δυσάρεστων συναισθημάτων.

Η λήψη τροφής αποτελεί για τα άτομα που αντιμετωπίζουν αυτή τη διαταραχή, μια δραστηριότητα που, παροδικά έστω, προκαλεί ευχαρίστηση, ικανοποίηση και παρηγοριά.

Είναι μακροπρόθεσμα όμως μια μάταιη προσπάθεια μείωσης του άγχους, των φοβιών και της συναισθηματικής έντασης του ατόμου. Είναι ένα προσωρινό καταφύγιο και τελικά μια φυγή από τις δυσκολίες που προκύπτουν στη ζωή. Μια φυγή η οποία μακροπρόθεσμα «βοηθά» τη δυσάρεστη κατάσταση να εδραιωθεί όλο και πιο πολύ και να κατακλύζει τη ζωή του ατόμου όλο και περισσότερο. Αυτή η κατάσταση οδηγεί σε ένα αίσθημα προσωπικής δυσαρέσκειας και στη συνέχεια το άτομο κατακλύζεται από ενοχές και τύψεις για τη συμπεριφορά του, μιας και συνειδητοποιεί γνωστικά τις συνέπειές της, αδυνατεί ωστόσο να τη σταματήσει και να την αλλάξει. Ως αποτέλεσμα, το άτομο βιώνει συναισθήματα απογοήτευσης, ματαίωσης και μελαγχολίας αλλά και θυμού με την αδυναμία του. Χάνει την πίστη στον εαυτό του, μειώνεται η αυτοεκτίμησή του και στη συνέχεια καταλήγει στην απελπισία η οποία οδηγεί ξανά στο φαύλο κύκλο της υπερκατανάλωσης. Αυτός ο φαύλος κύκλος με τον καιρό γίνεται τρόπος ζωής από τον οποίο το άτομο νιώθει ότι δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγει. Χαρακτηριστικό φαινόμενο για τα άτομα που παρουσιάζουν συναισθηματική υπερφαγία είναι να βρίσκονται χρόνια σε κατάσταση δίαιτας η οποία διακόπτεται συνέχεια από επεισόδια υπερφαγίας με μοναδικό αποτέλεσμα να αυξάνεται το βάρος τους συνεχώς και να καταλήγουν όλο και περισσότερο στην απελπισία και στην απόγνωση.

Πολλά άτομα με συναισθηματική υπερφαγία όμως, καταναλώνουν και μικρότερες ποσότητες φαγητού στην προσπάθειά τους να καλύψουν κάποιο συναισθηματικό κενό, χρησιμοποιώντας την τροφή σαν παρηγοριά. Με τον καιρό ο συσχετισμός «τροφή – παρηγοριά» γίνεται τρόπος ζωής και οι άνθρωποι καταλήγουν να καταναλώνουν εκτός από τα κανονικά τους γεύματα επιπλέον τροφή με τις γνωστές αρνητικές συνέπειες.

Πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε τη συναισθηματική πείνα από την βιολογική πείνα;

Η συναισθηματική πείνα και η βιολογική πείνα διαφέρουν σε αρκετά σημεία:

Συναισθηματική πείνα 

Βιολογική πείνα 

Τρόπος εμφάνισης

Η συναισθηματική πείνα εμφανίζεται ξαφνικά. Τη μια στιγμή δε σκεφτόμαστε το φαγητό και την άλλη δεν μπορούμε να αντισταθούμε σε κάποια λιχουδιά.

Η βιολογική πείνα εμφανίζεται σταδιακά – το στομάχι γουργουρίζει και το σώμα στέλνει διάφορα μηνύματα ότι  χρειάζεται τροφή για να λειτουργήσει σωστά.

Είδος τροφών

Οι επιθυμητές τροφές είναι συγκεκριμένες, συνήθως πλούσιες σε θερμίδες και λιπαρά, όπως γλυκά, πίτσα, πατατάκια, μακαρόνια. Υποκατάστατα δεν αποφέρουν την ίδια αίσθηση ικανοποίησης.

Στη βιολογική πείνα, υπάρχουν μεν προτιμήσεις, όμως οι διατροφικές επιλογές είναι πολλαπλές και από όλες τις ομάδες τροφών.

Δυνατότητα αναμονής

Είναι άμεση και επιτακτική με μεγάλη ανάγκη άμεσης ικανοποίησης αφού λόγω της συναισθηματικής έντασης, το σώμα επιζητά άμεση ανακούφιση από αυτή τη δυσάρεστη ψυχολογική κατάσταση μέσω του φαγητού.

Η βιολογική πείνα παρουσιάζει μεγαλύτερη δυνατότητα  αναμονής.

Κορεσμός

Η κατανάλωση τροφής συνεχίζεται πέρα από τον κορεσμό.

Η κατανάλωση φαγητού σταματάει με την ικανοποίηση της πείνας.

Αφετηρία

Εντοπίζεται στο μυαλό και ξεκινάει «πάνω στο λαιμό», στο στόμα (η γλώσσα θέλει να γευτεί κάτι συγκεκριμένο) και στο μυαλό (αντιμετώπιση συναισθηματικής κατάστασης).

Ξεκινάει από το στομάχι το οποίο αισθανόμαστε άδειο.

Αιτία

Συνδέεται άμεσα με  ένα αρνητικό συναίσθημα ή μια κατάσταση που προκάλεσε αναστάτωση (διαπληκτισμός στη δουλειά, πολλές συζυγικός καβγάς, ερωτική απογοήτευση κ.τ.λ.)

Προκύπτει ως φυσική ανάγκη και προέρχεται από το γεγονός ότι δεν έχουμε φάει κάτι για αρκετές ώρες.

Τρόπος κατανάλωσης

Αυτόματη, μηχανική κατάποση φαγητού,  πολλές φορές και  σε μεγάλες ποσότητες.

Επιλεκτική κατανάλωση φαγητού.

Συναισθήματα

Μετά από την κατανάλωση φαγητού το άτομο κατακλύζεται από αισθήματα ενοχών και τύψεων.

Ικανοποίηση χωρίς ενοχές και τύψεις.

Η διατροφική διαταραχή της συναισθηματικής υπερφαγίας δεν πρέπει να υποτιμάται ούτε να θεωρείται σαν προσωπική αδυναμία του ατόμου την οποία θα μπορούσε να ξεπεράσει απλώς και μόνο με τη δύναμη της θέλησής του αλλά ως ένα ζήτημα για το οποίο χρειάζεται τη συμβουλή ενός ψυχολόγου.

Ψυχολόγος