Ενδομητρίωση

Τι είναι ενδομητρίωση;

Η μήτρα αποτελεί ένα μέρος του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος. Κάθε μήνα το εσωτερικό στρώμα της μήτρας, το ενδομήτριο, παχαίνει υπό την επίδραση των γυναικείων ορμονών.

 

Αν προκύψει γονιμοποίηση του γυναικείου ωαρίου κατά την διάρκεια τον γονίμων ημερών, τότε το νεοδημιουργηθέν έμβρυο εμφυτεύεται στο παχύ ενδομήτριο και αρχίζει να διαιρείται και να αναπτύσσεται.

Αν όμως δεν συμβεί η γονιμοποίηση του ωαρίου τότε το ενδομήτριο δεν χρειάζεται να είναι παχύ. Σταματά λοιπόν η επίδραση των ορμονών και αυτό μην έχοντας υποστήριξη «πέφτει». Η απόπτωση αυτή του ενδομητρίου από την μήτρα προς τον κόλπο και τελικά έξω από το γυναικείο σώμα είναι η περίοδος που έχει η γυναίκα κάθε 28 ημέρες. Μέχρι να επουλωθεί πλήρως το ενδομήτριο και να αρχίσει να ξανα-αναπτύσσεται περνούν άλλες 5 περίπου ημέρες κατά τις οποίες παρατηρείται η κολπική αιμορραγία.

Τα κύτταρα της μήτρας λοιπόν που παράγουν το ενδομήτριο είναι ουσιαστικά υπεύθυνα για την περίοδο της γυναίκας. Όταν τα κύτταρα αυτά βρεθούν έξω από την μήτρα λέμε ότι η γυναίκα έχει ενδομητρίωση. Με άλλα λόγια τα κύτταρα του ενδομητρίου μεταναστεύουν σε άλλα μέρη του σώματος.

Τι προκαλεί την ενδομητρίωση;

Δεν είναι ακόμη ξεκάθαρος ο λόγος για τον οποίο ορισμένες γυναίκες πάσχουν από ενδομητρίωση. Φαίνεται ότι ο πιο συχνός τρόπος μετανάστευσης των κυττάρων είναι η ανάστροφη πορεία μερικών από αυτών κατά τη διάρκεια της περιόδου. Αντί δηλαδή να κατευθυνθούν φυσιολογικά προς τον τράχηλο της μήτρας και από εκεί στον κόλπο, οδηγούνται προς τα πίσω και μέσω των σαλπίγγων καταλήγουν στην ελεύθερη κοιλιακή χώρα και τα ενδοκοιλιακά όργανα. Μια δεύτερη θεωρία συνιστά πως τα κύτταρα του ενδομητρίου εισχωρούν στην κυκλοφορία του αίματος και από εκεί μεταναστεύουν προς οποιοδήποτε σημείο του σώματος, ακόμη κι αν αυτό είναι πολύ απομακρυσμένο.

Πόσο συχνή είναι η ενδομητρίωση;

Παρότι δεν ακούγεται συχνά, τουλάχιστον το 10% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας πάσχει από ενδομητρίωση. Σε πολλές περιπτώσεις η νόσος δεν εκδηλώνεται και δρα σιωπηλά χωρίς ιδιαίτερα συμπτώματα, προκαλώντας όμως βλάβες στο αναπαραγωγικό σύστημα της γυναίκας. Το 30% περίπου των γυναικών που επισκέπτονται το γυναικολόγο τους με διάφορα προβλήματα πάσχει από ενδομητρίωση.

Επιπλέον το 40% των γυναικών με πρόβλημα υπογονιμότητας έχει ενδομητρίωση.

Δυστυχώς επίσης φαίνεται ότι υπάρχει κληρονομική προδιάθεση για την εκδήλωση της νόσου. Η κόρη ή και η αδελφή μιας γυναίκας που πάσχει από ενδομητρίωση έχουν 7 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν την πάθηση σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη γυναίκα.

Που υπάρχουν ενδομητριωτικές εστίες;

Καθώς τα κύτταρα του ενδομητρίου μεταναστεύουν, σταματούν στα διάφορα όργανα του σώματος, κυρίως ενδοκοιλιακά. Έτσι εστίες ενδομητρίωσης παρατηρούνται στην πύελο, το έντερο, την ουροδόχο κύστη, τις ωοθήκες και τις σάλπιγγες, το περιτόναιο και το διάφραγμα. Σε σπάνιες περιπτώσεις υπάρχουν εστίες στους πνεύμονες και τα νεφρά.

Ποια είναι τα συμπτώματα;

Η ενδομητρίωση προκαλεί πόνο γιατί τα κύτταρα αντιδρούν στις ορμόνες κάθε μήνα με την περίοδο. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει αιμορραγία κάθε μήνα από τα κύτταρα αυτά, αλλά το αίμα δεν αποβάλλεται από τον οργανισμό. Έτσι οι περίοδος για τις πάσχουσες γυναίκες γίνεται όλο και πιο επώδυνη. Το αίμα λοιπόν κυκλοφορεί στην περιτοναϊκή κοιλότητα και επηρεάζει την εξωτερική μεμβράνη των οργάνων δημιουργώντας συμφύσεις.

 Οι συμφύσεις με την πάροδο του χρόνου μονιμοποιούνται και δεν αφήνουν τα όργανα να κινούνται ελεύθερα. Παρατηρείται λοιπόν συχνά έντονος πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή. Επιπλέον με τις συμφύσεις μπορεί να φράξουν οι σάλπιγγες, οι οποίες μεταφέρουν το ωάριο προς τη μήτρα, και έτσι να καταστεί η γυναίκα υπογόνιμη. Επίσης, λόγω των ουσιών που εκκρίνονται, επηρεάζονται οι ωοθήκες και τα ωάρια χειροτερεύουν ποιοτικά.

Συνοπτικά τα κυριότερα συμπτώματα της ενδομητρίωσης είναι:

  • Δυσμηνόρροια (πόνος στην περίοδο)
  • Δυσπαρεύνια (πόνος στη σεξουαλική επαφή)
  • Αίσθημα δυσφορίας στην κοιλιακή χώρα
  • Υπογονιμότητα

Δευτερεύοντα συμπτώματα, τα οποία εμφανίζονται με μικρότερη ένταση ή σε προχωρημένα στάδια της πάθησης είναι:

  • Αίσθημα κούρασης
  • Αϋπνία
  • Μεταβολές της διάθεσης
  • Προεμηνορρυσιακό σύνδρομο
  • Πόνος στα έντερα και την ουροδόχο κύστη
  • Αιμορραγία από τον πρωκτό κατά τις ημέρες της περιόδου

Πως γίνεται η διάγνωση;

Ο γυναικολόγος θα πρέπει να πάρει ένα πολύ αναλυτικό ιστορικό των συμπτωμάτων της γυναίκας και στη συνέχεια να προβεί στην κλινική εξέταση και τον υπερηχογραφικό έλεγχο της μήτρας και των ωοθηκών. Παρότι πολύ συχνά απαντώνται ενδομητριωτικές κύστες στις ωοθήκες (ενδομητρίωμα), τις περισσότερες φορές η κλινική εξέταση και το υπερηχογράφημα δεν αρκούν για δώσουν μια σίγουρη διάγνωση.

Ο πιο σίγουρος και αποδεδειγμένος τρόπος για τη διάγνωση της ενδομητρίωσης είναι η διενέργεια Λαπαροσκόπησης. Πρόκειται για μια ελαφριά επέμβαση, όπου κάτω από γενική αναισθησία και μέσα από 2-3 μικρές οπές στην κοιλιά -μεγέθους 2 εκατοστών- εισάγουμε μια λεπτή κάμερα στην κοιλιακή χώρα και εξετάζουμε τα γυναικεία όργανα, την ουροδόχο κύστη, το έντερο και τα κοιλιακά τοιχώματα. Οι εστίες της ενδομητρίωσης φαίνονται σαν μικρά μαύρα στίγματα (spots) και προεξέχουν. Επίσης οι συμφύσεις, αν υπάρχουν, δίνουν την εντύπωση ινών κόλλας που δεν έχει ακόμη στεγνώσει.

Σε περίπτωση που διαγνωστεί Ενδομητρίωση, πραγματοποιείται καταστροφή των εστιών -όπου αυτό είναι δυνατό- με διαθερμία ή laser. Το ίδιο ισχύει και για τις συμφύσεις, η λύση των οποίων αποσκοπεί στην απελευθέρωση των οργάνων και ιδιαίτερα των σαλπίγγων, των ωοθηκών και του εντέρου. Επίσης στην περίπτωση ενδομητριώματος, αυτό αφαιρείται δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην προστασία του ωοθηκικού ιστού.

Πολλές φορές διενεργούμε παράλληλα και τεστ διαβατότητας των σαλπίγγων με ειδικό υγρό.

Δεν είναι σπάνιο η διάγνωση της ενδομητρίωσης να γίνει τυχαία κατά τη διάρκεια λαπαροσκοπικής επέμβασης που γίνεται για άλλο γυναικολογικό πρόβλημα.

Μετά το τέλος της επέμβασης και ανάλογα με τη βαρύτητά της, η ασθενής παραμένει για λίγες ώρες στη Μονάδα Ημερήσιας Νοσηλείας και επιστρέφει σπίτι της ή σε μερικές περιπτώσεις παραμένει στο νοσοκομείο για μια διανυκτέρευση.

Η εργαστηριακή διάγνωση της ενδομητρίωσης σε περίπτωση αμφιβολίας γίνεται με την ιστολογική εξέταση των εστιών που αφαιρούνται κατά τη διάρκεια της επέμβασης. Δυστυχώς δεν είναι ακόμη εφικτή η διάγνωση χωρίς τη λαπαροσκόπηση. Γίνονται μελέτες για μερικές εξετάσεις αίματος που στο μέλλον μπορεί να εφαρμοστούν, αλλά προς το παρόν δεν δίνουν σίγουρα αποτελέσματα και δεν είναι διαδεδομένες.

Πως γίνεται η θεραπεία;

Η θεραπεία είναι χειρουργική ή φαρμακευτική ή συνδυασμός και των δύο

Α. Χειρουργική θεραπεία

Οι βασικές αρχές της χειρουργικής θεραπείας ήδη περιγράφηκαν. Ουσιαστικά πρόκειται για χειρουργική διάγνωση και θεραπεία σε ένα βήμα.

Η συντηρητική χειρουργική θεραπεία έγκειται στην προσπάθεια ανακούφισης από τα συμπτώματα και διατήρησης της γονιμότητας. Αφορά κυρίως νεαρές γυναίκες με ενδομητρίωση και υπογονιμότητα. Πρόκειται για την προσπάθεια λύσης των συμφύσεων και απελευθέρωσης των σαλπίγγων και των ωοθηκών, καθώς επίσης και καταστροφής των εστιών ενδομητρίωσης. Πρέπει να γίνει σαφές πως οι ενδείξεις, η έκταση της επέμβασης και ο χρόνος στον οποίο θα γίνει είναι διαφορετικά για κάθε γυναίκα και αποτελούν απόφαση του γυναικολόγου της.

Η ριζική θεραπεία γίνεται λαπαροσκοπικά ή με ανοιχτή επέμβαση. Εδώ πρόκειται για ασθενείς οι οποίες συνήθως έχουν παιδιά και υποφέρουν από σοβαρά συμπτώματα. Στην περίπτωση αυτή πέρα από την απελευθέρωση των οργάνων και την καταστροφή των εστιών ενδομητρίωσης μπορεί να προχωρήσουμε σε αφαίρεση των ωοθηκών, της μήτρας και μέρους του εντέρου. Πρόκειται για πιο βαριά επέμβαση όπου στόχος είναι αποκλειστικά η βελτίωση της ποιότητας της ζωής της ασθενούς και όχι η διατήρηση ή η επαναφορά της γονιμότητας. Συνήθως η ασθενής καλύπτεται μετεγχειρητικά με θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης.

Β. Φαρμακευτική θεραπεία

Η φαρμακευτική θεραπεία στις περισσότερες περιπτώσεις έπεται της χειρουργικής. Πρόκειται για μηνιαίες ή τριμηνιαίες ενέσεις οι οποίες αποσκοπούν στην αδρανοποίηση των ωοθηκών και κατά συνέπεια στην αναστολή της έκκρισης των ορμονών που ευνοούν την ανάπτυξη του ενδομητρίου. Ουσιαστικά δηλαδή η ασθενής εισέρχεται σε περίοδο τεχνητής εμμηνόπαυσης όπου δεν έχει περίοδο. Η θεραπεία αυτή μπορεί να διαρκέσει από εάν έως και 6 μήνες. Συνήθως δεν διαρκεί παραπάνω γιατί προκύπτουν οστεοπορωτικά προβλήματα ή και προβλήματα επαναφοράς των ωοθηκών στο προηγούμενο επίπεδο λειτουργίας τους.

Κατά τη διάρκεια της θεραπείας αυτής πρέπει να λαμβάνεται κάποιο είδος αντισύλληψης.
Με την παραπάνω θεραπεία μοιάζει και η εγκυμοσύνη, κατά την οποία επίσης δεν λειτουργούν οι ωοθήκες. Πράγματι έχει παρατηρηθεί σημαντική ύφεση των συμπτωμάτων της ενδομητρίωσης σε γυναίκες οι οποίες εγκυμονούν.

Με το πέρας της εγκυμοσύνης ή και της θεραπείας επέρχεται μια περίοδος χωρίς συμπτώματα ή οποία όμως πολλές φορές ακολουθείται από μερική επανεμφάνισή τους. Αυτό εξαρτάται κυρίως από την έκταση της βλάβης, αλλά και από το βαθμό της χειρουργικής αποκατάστασής της. Γίνεται φανερό πως η φαρμακευτική θεραπεία από μόνη της δεν θεραπεύει την ενδομητρίωση.

Σε περιπτώσεις ελαφριάς ενδομητρίωσης χορηγούμε συχνά το απλό αντισυλληπτικό χάπι. Αυτό πάλι αδρανοποιεί τις ωοθήκες, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό από τις ενέσεις που προαναφέρθηκαν. Επίσης παρέχει αντισυλληπτική προστασία και δεν προκαλεί οστεοπόρωση.

Προφανώς η επιλογή του φαρμάκου και η διάρκεια της θεραπείας ποικίλλει ανάλογα με την ασθενή.

Ενδομητρίωση και Υπογονιμότητα

Ένα μεγάλο ποσοστό των γυναικών που προσέρχονται με πρόβλημα υπογονιμότητας στις Μονάδες Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, πάσχει από ενδομητρίωση. Ταυτόχρονα πολλές γυναίκες που πάσχουν από ενδομητρίωση δεν μπορούν να συλλάβουν. Αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους: αποφραγμένες σάλπιγγες, ενδομητριώματα ωοθηκών, ορμονικές ανωμαλίες, κακή ποιότητα ωαρίων κλπ.
Ο ρόλος του ειδικού είναι να εντοπίσει το πρόβλημα και να το αντιμετωπίσει με τον πιο κατάλληλο τρόπο. Πολλές φορές οι γυναίκες συλλαμβάνουν πιο εύκολα τους 12 πρώτους μήνες που ακολουθούν την χειρουργική και φαρμακευτική θεραπεία. Άλλες φορές πάλι είναι αναγκαία η εξωσωματική γονιμοποίηση προκειμένου να γίνει η σύλληψη. Τέλος πολλές γυναίκες συλλαμβάνουν μόνες τους χωρίς καμιά ιατρική βοήθεια.

Τι μπορεί να κάνει μια γυναίκα;

Μια γυναίκα με ένα ή περισσότερα από τα συμπτώματα που περιγράψαμε στην αρχή, πρέπει να επισκεφθεί τον γυναικολόγο της και να του αναφέρει το πρόβλημά της. Είναι σημαντικό να καταλάβουν οι γυναίκες ότι ένα απλό σύμπτωμα, όπως για παράδειγμα η βαριά περίοδος ή ο έντονος πόνος, δεν είναι φυσιολογικό και μπορεί να υποκρύπτει άλλες παθολογικές οντότητες.
Πέρα από την χειρουργική ή τη φαρμακευτική θεραπεία, πρακτικές όπως τα ζεστά μπάνια, η άσκηση και οι τεχνικές χαλάρωσης μπορεί κατά περίπτωση να βοηθήσουν.

Επιπλέον συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του άγχους ή ακόμα και της μελαγχολίας όπου μπορούν να οδηγήσουν τα συμπτώματα της ενδομητρίωσης.

Χάρης Χηνιάδης

Μαιευτήρας – Χειρουργός Γυναικολόγος

Ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, την Υπερηχογραφία και τη Λαπαροσκοπική Χειρουργική

www.hiniadis.com