Στον ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια Τροφίμων (EuFIC), στην ενημέρωση για τους καταναλωτές, βρήκαμε την παρακάτω ενδιαφέρουσα απάντηση σε συχνό ερώτημα:
Το πιο λιπαρό ψάρι είναι πιο άπαχο από το πιο άπαχο κρέας ή αντίστροφα, το πιο άπαχο κρέας είναι πιο λιπαρό από το πιο λιπαρό ψάρι;
Ας δούμε τί μας συμβουλεύει ο φορέας:
Αρκετά κομμάτια κρέας έχουν χαμηλότερη περιεκτικότητα σε λίπος από συγκεκριμένους τύπους ψαριών. Τα περισσότερα κομμάτια βοδινού, παραδείγματος χάριν, περιέχουν λιγότερο από 6% λίπος, ενώ κάποια κομμάτια βοδινού, όπως το πάνω μέρος του μπουτιού ή το κιλότο, έχουν περιεκτικότητα σε λίπος μικρότερη από 2,5%, όντας τα πιο άπαχα μεταξύ όλων των κρεάτων και ψαριών μαζί.
Το χοιρινό θεωρείται συχνά ως λιπαρό. Στην πραγματικότητα, το χοιρινό λίπος βρίσκεται ακριβώς κάτω από το δέρμα. Οπότε, είναι εύκολο να απομακρυνθεί πριν ή μετά το μαγείρεμα. Οι μεγαλύτεροι χοιρινοί μύες έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε λίπος (1,5 με 2%)˙ ο μέσος όρος είναι 6%. Τα λιπαρά του χοιρινού έχουν μεγάλη αναλογία ακόρεστων λιπαρών οξέων. Ένα χαρακτηριστικό των μονογαστρικών ζώων (όχι μηρυκαστικά, όπως τα γουρούνια) είναι ότι αποθηκεύουν το λίπος που καταναλώνουν στο λιπώδη ιστό τους χωρίς καμιά χημική μετατροπή. Άρα, η σύνθεση των λιπών μπορεί να τροποποιηθεί, έστω και μερικώς, αλλάζοντας τη διατροφή του γουρουνιού, βελτιώνοντας έτσι τη θρεπτική σύσταση του κρέατος.
Η περιεκτικότητα σε λίπος ποικίλλει όχι μόνο ανάλογα με το είδος του ζώου αλλά και με το κομμάτι του κρέατος. Οπότε. Άπαχα και πιο λιπαρά κομμάτια μπορούν να βρεθούν σε όλα τα είδη. Η περιεκτικότητα του ψαριού σε λίπος ποικίλλει ευρέως ανάλογα με το είδος αλλά και με την εποχή του χρόνου.
Πηγή : http://www.nutrinews.gr/