Διατροφική σήμανση στις μεγάλες αλυσίδες εστιατορίων και ταχυφαγείων: μια επείγουσα αναγκαιότητα για

Από τον Μάιο του 2008 στη Νέα Υόρκη υπάρχει επίσημα η απαίτηση από τις μεγάλες αλυσίδες εστιατορίων να αναγράφουν σε κάθε στοιχείο των μενού τους τις θερμίδες που αυτό περιέχει. Ο νόμος ισχύει για αλυσίδες εστιατορίων που διαθέτουν παραπάνω από 15 υποκαταστήματα σε εθνικό επίπεδο.

Ο ίδιος νόμος σιγά σιγά άρχισε να ισχύει και σε άλλες πολιτείες όπως αυτή της Καλιφόρνιας. Ο κυβερνήτης της, Άρνολντ Σβατζενέιγκερ, ενέκρινε μια βελτιωμένη έκδοση του εν λόγω νόμου τη στιγμή που ένα χρόνο νωρίτερα είχε ασκήσει βέτο στο ίδιο θέμα. Η βιομηχανία των εστιατορίων από την πλευρά της προσπαθεί να αντισταθεί όσο μπορεί στην επέκταση του νόμου στις υπόλοιπες πολιτείες των ΗΠΑ.

Το αξιοθαύμαστο είναι πως μετά την εφαρμογή του νόμου ακόμα και οι πιστοποιημένοι διαιτολόγοι έμειναν έκπληκτοι όταν αντίκρυσαν τα νούμερα των θερμίδων που περιείχαν τα «πιάτα» των εν λόγω εστιατορίων. Μια ατομική πίτσα μπορούσε να περιέχει μέχρι και 2000 θερμίδες, ενώ κάποιο από τα αγαπημένα ατομικά γλυκίσματα με παχύρευστη υφή μπορούσε να περικλείει μέχρι και 1200 θερμίδες. Τα παραδείγματα μπορούν να συνεχιστούν με μια κούπα καφέ 600 θερμίδων, μια σαλάτα 1200 θερμίδων, ένα πρωινό 1400 θερμίδων ή ένα ορεκτικό 2700 θερμίδων, τη στιγμή που ένας μέσος ενήλικας έχει ανάγκη 2000 θερμίδων. Όμως αυτά ισχύουν για τα δεδομένα των μερίδων των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε αυτό ακριβώς το σημείο αναδεικνύεται ακόμα ένα θέμα: η δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι διαιτολόγοι ανώτατης εκπίδευσης στην εύρεση θρεπτικών πληροφοριών για «πιάτα» τέτοιας προέλευσης, ώστε να ενημερώσουν έγκαιρα τους ασθενείς τους. Το πιο πιθανό είναι τέτοιες διατροφικές πληροφορίες να μην υπάρχουν διαθέσιμες αφού, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, ποτέ δε χρειάστηκε να γίνει κάτι ανάλογο. Έτσι, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο της διαφωνίας μεταξύ των διαιτολόγων για την περιεκτικότητα του ίδιου πιάτου σε λιπαρά ή θερμίδες. Αν όμως οι διαιτολόγοι βρίσκονται σε διαφωνία τότε ποιά ελπίδα απομένει στους απλούς καταναλωτές;

Οι μέχρι τώρα υπάρχουσες έρευνες υποδεικνύουν πως οι καταναλωτές βρίσκονται σε ανάλογη άγνοια και συνήθως υποεκτιμούν τη θερμιδική ή λιπιδική πυκνότητα των γευμάτων που καταναλώνουν σε τέτοιους χώρους. Ευτυχώς, τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες, η θέσπιση τέτοιων νόμων έρχεται να δώσει ένα χρήσιμο εργαλείο στο ενήλικο κοινό του οποίου το 1/3 ταλαιπωρείται από τη νόσο της παχυσακίας. Φυσικά οι καταναλωτές της Νέας Υόρκης διαφέρουν από τους αντίστοιχους της Αθήνας ως προς τις διατροφικές τους συνήθειες. Οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης καταναλώνουν το 1/3 των συνολικών ημερήσιων θερμίδων τους εκτός σπιτιού και κυρίως σε ταχυφαγεία. Οι έρευνες δείχνουν πως στα μεσημεριανά τους γεύματα καταναλώνουν τουλάχιστον 1000 θερμίδες.

Όταν όμως τέθηκαν στη διάθεση των πελατών τα θερμιδκά στοιχεία των γευμάτων, τότε αυτοί έδειξαν την τάση να επιλέγουν σπανιότερα τα πιο επιβαρυντικά από αυτά. Η ύπαρξη λοιπόν ενός τέτοιου νόμου και στην Ελλάδα θα μπορέσει να έχει διπλό όφελος: α) να βοηθήσει τους πολίτες να κάνουν υγιεινότερες επιλογές και β) να βοηθήσει τις αλυσίδες σίτισης να προσφέρουν υγιεινότερες επιλογές για τους πελάτες τους.

Στη σημερινή πραγματικότητα ελάχιστες είναι οι αλυσίδες μαζικής σίτισης που παρέχουν τέτοιου είδους πληροφορίες στους πελάτες τους. Από αυτές τις λίγες, κάποιες τις έχουν διαθέσιμες μόνο μέσα από την εταιρική ιστοσελίδα τους. Το αποτέλεσμα είναι ο κόσμος να μην προσέχει και να μην αξιοποιεί τελικά τις πληροφορίες αυτές. Μια καλή ιδέα θα ήταν να αναγράφονται στην απόδειξη που τελικά λαμβάνει ο καταναλωτής. Δεδομένης και της τρέχουσας οικονομικής κρίσης η απόδειξη αποτελεί ένα στοιχείο στο οποίο εστιάζει αρκετά συχνά η διερευνητική ματιά του απλού πολίτη. Εκείνο που τελικά ενδιαφέρει είναι η διάθεση των πληροφοριών αυτών σε τέτοιο σημείο που να είναι ορατές τη στιγμή που ο πελάτης επιλέγει το γεύμα ή το επιδόρπιό του. Άρα, εκ των πραγμάτων, οδηγούμαστε στην αναγραφή των πληροφοριών αυτών στους φωτεινούς πίνακες επιλογής ή στους τιμοκατάλογους που διαθέτει κάθε υποκατάστημα. Η διανομή ενημερωτικών φυλλαδίων σίγουρα δεν πρόκειται να έχει την ίδια αποτελεσματικότητα.

Ενώ λοιπόν στις Ηνωμένες Πολιτείες η σύγκρουση πολιτείας και βιομηχανίας εστιατορίων καλά κρατεί, στο Ηνωμένο Βασίλειο η πολιτεία προσπαθεί επιπρόσθετα να πείσει τις αλυσίδες εστατορίων να μειώσουν την περιεκτικότητα λίπους, ζάχαρης και αλατιού των γευμάτων τους. Στην Ελλάδα θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον η θέσπιση ανάλογης νομοθεσίας. Το πολιτικό τίμημα θα είναι σίγουρα μεγάλο, αλλά  η επιβράβευση του κοινού ίσως υπερκεράσει μια πιθανή αντίδραση.

Παπαμίκος Βασίλης

Νοσοκομειακός Διαιτολόγος ΓΝΑ – Κοργιαλένειο Μπενάκειο