Γενετική η προδιάθεση για ΧΑΠ

images_2782017_Lady-Smoking-blackwhite-600x400.jpg

Η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα διεθνής γενετική έρευνα πάνω στην Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) δείχνει ότι όσοι ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου, έχουν σχεδόν τετραπλάσιο κίνδυνο (3,7 φορές μεγαλύτερο) να αναπτύξουν την πάθηση, σε σχέση με όσους ανήκουν στην ομάδα χαμηλού κινδύνου.

Πρακτικά, σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτό σημαίνει ότι από τους καπνιστές, που ήδη ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου για ΧΑΠ, σχεδόν οι τρεις στους τέσσερις (72 στους 100) από όσους έχουν σχετική γενετική προδιάθεση, θα εμφανίσουν ΧΑΠ κάποια στιγμή στη ζωή τους.

Οι πάνω από 100 ερευνητές από 13 χώρες (μεταξύ των οποίων μια ελληνίδα επιστήμονας της διασποράς, η Ελευθερία Ζεγκίνη του Τμήματος Ανθρώπινης Γενετικής του βρετανικού ινστιτούτου Wellcome Trust Sanger Institute), με επικεφαλής τον καθηγητή Μάρτιν Τόμπιν του βρετανικού πανεπιστημίου του Λέστερ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γενετικής “Nature Genetics”, ανέλυσαν γενετικά δεδομένα για περίπου 350.000 ανθρώπους.

Οι επιστήμονες σχεδόν διπλασίασαν τις έως τώρα γνωστές γονιδιακές παραλλαγές που σχετίζονται με την υγεία των πνευμόνων και ειδικότερα με τη ΧΑΠ. Αυτό θα βοηθήσει τους γιατρούς να προβλέπουν στο μέλλον καλύτερα ποιοί καπνιστές κινδυνεύουν περισσότερο από ΧΑΠ, ανάλογα με το DNA τους.

Η ΧΑΠ, που δυσκολεύει την αναπνοή, είναι η τρίτη αιτία θανάτου στον κόσμο μετά τις καρδιοπάθειες και τον καρκίνο. Πάνω από ένα δισεκατομμύριο καπνιστές σε όλο τον κόσμο κινδυνεύουν με ΧΑΠ, η οποία θεωρείται «ωρολογιακή βόμβα».

Όμως η σχέση της ΧΑΠ με το κάπνισμα δεν είναι απλή. Όλοι όσοι πάσχουν από ΧΑΠ, δεν είναι καπνιστές, ενώ ούτε όλοι οι καπνιστές αναπτύσσουν ΧΑΠ. Αυτό εν πολλοίς οφείλεται στο διαφορετικό γονιδίωμα κάθε ανθρώπου.

Η νέα έρευνα δείχνει ότι ακόμη αν ένας καπνιστής έχει γενετική τάση για ΧΑΠ, εφόσον κόψει από μικρός το κάπνισμα, τότε μειώνει στο μισό την πιθανότητα να εμφανίσει τη νόσο.

Προς το παρόν, δεν υπάρχουν φάρμακα που να αλλάζουν την πορεία της ΧΑΠ. Αλλά οι επιστήμονες ευελπιστούν ότι, ρίχνοντας περισσότερο φως στο γενετικό υπόβαθρο της νόσου, κάποια στιγμή στο μέλλον θα καταφέρουν να αναπτύξουν εξατομικευμένες θεραπείες.

Πηγή : http://www.iatrikanews.gr/