Φάρμακα για την χοληστερίνη

images_1412017_8.12-Persona.jpg

Η χοληστερόλη ή χοληστερίνη, όπως είναι ευρέως γνωστή, είναι μία χημική ουσία (στερόλη), που αυξάνει στον οργανισμό με την κατανάλωση λιπαρών ουσιών. Η χοληστερόλη έχει μια σειρά από λειτουργίες. Είναι δομικό συστατικό των κυτταρικών μεμβρανών. Μετέχει σε σημαντικές για τον οργανισμό χημικές αντιδράσεις. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή σημαντικών ορμονών, όπως οι γυναικείες ορμόνες, οι ανδρικές ορμόνες και οι ορμόνες των επινεφριδίων.

Παρά την «δαιμονοποίηση» της χοληστερόλης, κατά τα παλαιότερα χρόνια, σήμερα έχει γίνει πλέον σαφές, ότι η μείωση της χοληστερόλης δεν είναι επιθυμητός στόχος σε κάθε περίπτωση αύξησης και δεν οδηγεί σε παράταση του προσδόκιμου επιβίωσης σε όλα τα άτομα. Ορισμένες μελέτες μάλιστα συνδέουν τα χαμηλά επίπεδα χοληστερόλης με αύξηση της θνησιμότητας από ορισμένα νοσήματα. Αυτό αντανακλά το σύνθετο ρόλο της χοληστερόλης στον οργανισμό.

Ήδη από το 1990, άρχισε να γίνεται σαφές ότι οι επιδράσεις της υψηλής χοληστερόλης δεν είναι ίδιες σε όλους τους πάσχοντες. Η HDL χοληστερόλη προστατεύει τους ιστούς απορροφώντας μέρος της χοληστερόλης που μεταφέρεται και εναποτίθεται στην περιφέρεια, συντελώντας στην αντίστροφη μεταφορά της χοληστερόλης από τους ιστούς προς το ήπαρ. Εξάλλου το τμήμα της χοληστερόλης που συνδέεται με την λιποπρωτεΐνη LDL κινδυνεύει, μόνο όταν συντρέχουν και άλλοι παράγοντες, να προκαλέσει δυσμενείς επιδράσεις. Από το 1990 σταδιακά και έως σήμερα, άρχισε να γίνεται αντιληπτό στην επιστημονική κοινότητα ότι η υψηλή χοληστερόλη από μόνη της δεν αρκεί για να βλάψει τον οργανισμό, αλλά πρέπει να συντρέχουν και άλλοι παράγοντες που προκαλούν δυσλειτουργία του ενδοθηλίου και αθηρωμάτωση, ο κίνδυνος ανάπτυξης των οποίων πρέπει να υπολογίζεται πάντα κατά τον θεραπευτικό χειρισμό των πασχόντων από υψηλή χοληστερόλη.

Τέτοιοι παράγοντες είναι η αυξημένη πίεση αίματος, η ηλικία, το κάπνισμα, το υψηλό σάκχαρο αίματος η χαμηλή HDL, η παχυσαρκία, η καθιστική ζωή, η κακή διατροφή, η αυξημένη CRP, η αυξημένη ομοκυστεΐνη, η αυξημένη LPA, το μεταβολικό σύνδρομο, η δυσμενής κληρονομικότητα για αγγειακή πάθηση, ορισμένοι παράγοντες φλεγμονής, ορισμένα λοιμογόνα αίτια, το αυξημένο ινωδογόνο, τα αυξημένα τριγλυκερίδια. Οι παράγοντες αυτοί έχουν διαφορετική βαρύτητα, ο καθένας, μπορούμε όμως σήμερα με την βοήθεια ειδικών εξισώσεων να υπολογίσουμε τον κίνδυνο δυσλειτουργίας του ενδοθηλίου για κάθε άτομο χωριστά.

Σήμερα η σύγχρονη Ιατρική μελετά την δυσλειτουργία του ενδοθηλίου και με ειδικές εξισώσεις υπολογίζει τον κίνδυνο εγκατάστασης δυσλειτουργίας του ενδοθηλίου. Τα φάρμακα έχουν σήμερα θέση, μόνο σε περιπτώσεις ήδη εγκατεστημένης δυσλειτουργίας ενδοθηλίου ή σε ασθενείς σημαντικού κινδύνου, στους οποίους η χοληστερόλη δεν είναι διατροφικής αιτιολογίας ή δεν απορρέει «δευτεροπαθώς» από υποκείμενο νόσημα.

Σήμερα συμπληρώματα διατροφής και ειδικοί διατροφικοί χειρισμοί, από τους οποίους αρκετά άτομα μπορούν να επωφεληθούν χωρίς να είναι αναγκαίο να καταφύγουμε στο χημικό φάρμακο.
Χορήγηση ψύλλιου: Ειδική διατροφική παρέμβαση, που γίνεται για την ρύθμιση της χοληστερόλης σε ασθενείς

Τα χημικά φάρμακα που έχουμε στην φαρέτρα μας για την αντιμετώπιση της υψηλής χοληστερόλης διαιρούνται σε σκευάσματα με δύο κύριους μηχανισμούς δράσης:

1. Επιδρούν στην εξωγενώς χορηγούμενη χοληστερόλη των τροφών αναστέλλοντας την απορρόφησή της από το έντερο. Οι κύριες παρενέργειες των φαρμάκων αυτών συνδέονται με επιδράσεις στο έντερο (δυσκοιλιότητα, διάρροια, κοιλιακά άλγη, απώλεια βιταμινών)

2. Επιδρούν στην ενδογενή χοληστερόλη, αναστέλλοντας ένζυμα, που αυξάνουν τη συγκέντρωσή της. Τα πιο δραστικά από τα φάρμακα που έχουμε, επιδρούν κυρίως στην ενδογενή οδό άθροισης της χοληστερόλης. Ως εκ τούτου οι κύριες παρενέργειες που προκαλούν συνδέονται κυρίως με το ήπαρ, με κίνδυνο ανάπτυξης βλάβης. Επίσης κινδυνεύουν να προκαλέσουν βλάβες στο μυϊκό ιστό.

Άλλες παρενέργειες των φαρμάκων για την χοληστερόλη είναι η ζάλη, οι μυαλγίες, αντιδράσεις υπερευαισθησίας.

Η χορήγηση φαρμάκων πρέπει να γίνεται μόνο όταν είναι αναγκαία. Η περιοδική παρακολούθηση ορισμένων αιματολογικών παραμέτρων (π.χ. τρανσαμινάσες, CPK) είναι απαραίτητη σε αρκετές περιπτώσεις.

Πηγή : http://anastasiamoschovaki1.blogspot.gr/