Πότε και γιατί οι γονείς θα πρέπει να απευθυνθούν σε έναν λογοθεραπευτή;

images_0aaaaaaa1aabbalogo.jpg

Οι γονείς είναι οι πρώτοι που θα αντιληφθούν τις δυσκολίες του παιδιού τους. Πολλές φορές όμως είτε από άγνοια είτε από αμέλεια είτε από φόβο για το άγνωστο, αφήνουν σημαντικό χρόνο να περάσει θεωρώντας πως οι δυσκολίες θα ξεπεραστούν από μόνες τους.

Η παραπομπή ενός παιδιού σε λογοθεραπευτή μπορεί να γίνει για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.

Πρώτον, όταν υπάρχει κάποιο οργανικό αίτιο που οδηγεί στη δημιουργία προβλημάτων λόγου και ομιλίας, δηλαδή όταν ένα παιδί έχει στο ιατρικό ιστορικό του κάποιο οργανικό αίτιο, θα πρέπει να παραπεμφθεί σε λογοθεραπευτή από μικρή ηλικία προκειμένου να εντοπιστούν οι δυσκολίες του και να ενταχθεί το παιδί σε θεραπευτικό πρόγραμμα.

Πιθανά οργανικά αίτια που μπορεί να ευθύνονται για την δημιουργία προβλημάτων λόγου και ομιλίας είναι:

 Προβλήματα ακοής που μπορεί να παρουσιάζει ένα παιδί και όχι απαραίτητα να υπάρχουν στο ιατρικό ιστορικό του.
Λέμε συχνά στους γονείς προσοχή στις ωτίτιδες, στις πολύ μικρές ηλικίες διότι οι γονείς μπορεί να μην αντιληφθούν κάποια ωτίτιδα ή κάποιες ωτίτιδες που πέρασε το παιδί τους, με αποτέλεσμα να έχουμε μια παροδική απώλεια ή αλλοίωση της ακοής, όπου αυτό θα εμποδίσει την ομαλή ανάπτυξη του προφορικού λόγου.
 Κάποια δομική ανωμαλία στην στοματική κοιλότητα (π.χ. ο κοντός χαλινός, ο προγναθισμός, η κακή σύγκληση των δοντιών κ.τ.λ)
 Επίσης, αρκετά συχνό αίτιο είναι η Αναπτυξιακή Ανωριμότητα.

Όπως είναι γνωστό το κάθε παιδί ακολουθεί το δικό του ρυθμό ανάπτυξης. Σε κάποια παιδιά λοιπόν η νευρολογική ωρίμανση γίνεται με αρκετά αργό ρυθμό, με αποτέλεσμα να έχουμε και την πιο καθυστερημένη ανάπτυξη της ομιλίας τους.

Δεύτερον, όταν τα παιδιά έχουν μεγάλη απόκλιση από τα αναπτυξιακά στάδια. Παρόλο που οι γονείς θα ασχοληθούν με το παιδί και θα του παρέχουν τα κατάλληλα γλωσσικά ερεθίσματα δεν βλέπουν βελτίωση στον προφορικό του λόγο.

Κάποια ενδεικτικά χαρακτηριστικά που θα πρέπει να ανησυχήσουν τους γονείς είναι:

1. Όταν το παιδί τους έχει κλείσει τα δυο έτη και δεν χρησιμοποιεί ακόμα λέξεις για να εκφραστεί.
2. Όταν το παιδί τους είναι στην ηλικία των 4 ετών και η ομιλία του είναι δυσκατάληπτη, γίνεται δηλαδή κατανοητό μόνο από τους οικείους του.
3. Όταν το παιδί τους είναι στην ηλικία των 5 ετών και κάνει συντακτικά/γραμματικά λάθη στον προφορικό λόγο (π.χ. παραλείπει τα άρθρα, χρησιμοποιεί λάθος τις καταλήξεις των λέξεων, τοποθετεί λάθος τις λέξεις μέσα στην πρόταση)
4. Όταν δυσκολεύεται να κατανοήσει τον δικό μας προφορικό λόγο, δηλαδή να εκτελέσει μια οδηγία που του δώσαμε (π.χ. “Βάλε τα παπούτσια κάτω από την καρέκλα”)
5. Όταν ένα παιδί είναι στην ηλικία των 4,5 ετών και δυσκολεύεται να μας περιγράψει κάτι που του συνέβη (π.χ. Τι κάνατε σήμερα στο σχολείο;) επίσης όταν δυσκολεύεται να μας αφηγηθεί/ανά διηγηθεί μια ιστορία ή ένα παραμύθι που του διαβάσαμε.
6. Όταν το παιδί εκδηλώνει συχνά νεύρα, θυμό, ξεσπάσματα χωρίς να υπάρχει λόγος ή όταν είναι απρόθυμο να πάει στο σχολείο.

Ποια ηλικία όμως θεωρείται η πιο κατάλληλη για παρέμβαση και γιατί;

Η πιο εύκαιρη και η πιο κρίσιμη ηλικία για παρέμβαση όπου ένα παιδί μπορεί σχετικά εύκολα να ξεπεράσει τις δυσκολίες του είναι η ηλικία 3 – 6 ετών και αυτό συμβαίνει λόγω της πλαστικότητας του εγκεφάλου η οποία επιτρέπει στο παιδί την πιο εύκολη και αποτελεσματική αφομοίωση των ερεθισμάτων που δέχεται.

Επομένως, μη λειτουργώντας έγκαιρα και προληπτικά δεν εκμεταλλευόμαστε την κρίσιμη αυτή ηλικία, με αποτέλεσμα το πρόβλημα να διογκώνεται.
Όπως για παράδειγμα οι γονείς, δεν θα αγνοήσουν ένα κρυολόγημα που μπορεί να παρουσιάσει το παιδί τους και δεν θα περιμένουν να εξελιχθεί σε πνευμονία για να επισκεφτούν τον παιδίατρο, με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να λειτουργήσουν και όταν αντιληφθούν κάποια δυσκολία στην έκφρασή του.

Με αυτόν τον τρόπο οι γονείς ενεργούν αποτελεσματικά , προληπτικά και ιδιαίτερα ευοίωνα για το μέλλον του παιδιού τους.

Πηγή : http://www.nutrimed.gr