Πώς το σώμα μας δείχνει πόσα χρόνια θα ζήσουμε

images_0aaaaaaa5oldsoma.jpg

Αμερικανοί επιστήμονες λένε πως απλές λειτουργίες του σώματος μας μπορούν να μας δώσουν μια ιδέα για το εάν μπορούμε να φτάσουμε μέχρι τα βαθιά γεράματα.

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει αναρωτηθεί για το μέλλον του, τα γηρατειά του και το πόσα χρόνια θα ζήσει. Τώρα, Αμερικανοί επιστήμονες λένε πως απλές λειτουργίες του σώματος μας μπορούν να μας δώσουν μια ιδέα για το εάν μπορούμε να φτάσουμε μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο στις Ηνωμένες Πολιτείες διαπίστωσαν πως τα κατάγματα οστών στη μέση ηλικία, η μοναξιά και η απώλεια της όσφρησης μπορεί να είναι ισχυροί προάγγελοι μειωμένου προσδόκιμου ζωής.
Από την ίδια έρευνα φάνηκε πως οι δυσκολίες στο περπάτημα και οι διαταραχές του ύπνου από την μέση ηλικία και μετά επίσης καταδεικνύουν πως ένας άνθρωπος κινδυνεύει να ζήσει λιγότερα χρόνια από άλλους.
Αντιθέτως, «παραδοσιακοί» εχθροί της ζωής, όπως η παχυσαρκία, ίσως τελικά να μην παίζουν τόσο καθοριστικό ρόλο ενώ ακόμα και η ηλικία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας αριθμός.

Τα αποτελέσματα της έρευνας, τα οποία δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences (PNAS) αναφέρουν πως «υγεία δεν σημαίνει μόνο απουσία νόσων, αλλά και παρουσία σωματικής, ψυχολογικής και κοινωνικής ευεξίας», γράφουν οι ερευνητές , όπου δημοσιεύεται η μελέτη τους.
Ωστόσο «το παραδοσιακό ιατρικό μοντέλο εστιάζει σε συγκεκριμένα νοσήματα των οργάνων» για να αξιολογήσει την υγεία του πληθυσμού, επομένως τα συμπεράσματά του δεν είναι πλήρη», συμπληρώνουν.

Για να καλύψουν αυτό το κενό, οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία για την υγεία και τις συνήθειες περισσότερων από 3.000 ανδρών και γυναικών ηλικίας από 57 έως 85 ετών.
Στα στοιχεία αυτά συμπεριλαμβάνονταν κλασικά νοσήματα, όπως ο διαβήτης, ο καρκίνος, η υπέρταση και η παχυσαρκία, καθώς και πληροφορίες για πρόσθετους παράγοντες όπως η μοναξιά, η άνεση στο περπάτημα και η κατάσταση των αισθήσεων.
Οι πρόσθετοι παράγοντες απεδείχθησαν καθοριστικοί για τον υπολογισμό των πιθανοτήτων θανάτου μέσα στην επόμενη πενταετία, ενώ επέτρεψαν στους ερευνητές να κατατάξουν τους εθελοντές σε έξι ομάδες: από εκείνη της «πιο καλής υγείας» έως την «πιο κακή υγεία».

Σύμφωνα με την έρευνα:
– Στην ομάδα της «πιο καλής υγείας», όπου οι πιθανότητες θανάτου μέσα στην επόμενη πενταετία ήταν μόλις 6%, όλοι οι εθελοντές ήσαν υπέρβαροι και πολλοί έπασχαν από υπέρταση.

– Σε μία άλλη ομάδα με «αρκετά κακή υγεία», όπου οι πιθανότητες θανάτου μέσα στην επόμενη πενταετία ήταν 14%, το κοινό γνώρισμα των εθελοντών ήταν ότι είχαν υποστεί κάταγμα οστού μετά την ηλικία των 45 ετών. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης στην τρίτη ηλικία, αλλά γενικώς ήσαν πολύ δραστήριοι και κινητικοί, επομένως ο τρόπος ζωής τους δεν ήταν ενδεικτικός του κινδύνου για οστεοπόρωση και κάταγμα.

– Στην ομάδα της «πιο κακής υγείας», όπου οι πιθανότητες θανάτου ήταν 19%, τα πιο συχνά κοινά γνωρίσματα ήταν οι διαταραχές ύπνου και τα προβλήματα ψυχικής υγείας, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν το στρες, η κατάθλιψη και η μοναξιά.

Γενικά, η διάγνωση νοσημάτων όπως ο καρκίνος και η υπέρταση, αλλά και συμπεριφορές όπως το κάπνισμα, ήσαν λιγότερο σημαντικοί προάγγελοι μακροζωίας σε σύγκριση με την ψυχική υγεία (ιδίως την μοναξιά), με την λειτουργία των αισθήσεων (ιδίως της ακοής) και με τα κατάγματα.
Η επικεφαλής της έρευνας, Δρ. Μάρθα ΜακΚλίντοκ τόνισε πως τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι «πρέπει να εξετάζουμε κάθε άνθρωπο ως σύνολο, εάν θέλουμε να αξιολογήσουμε με ακρίβεια την υγεία του».

Όπως είχαν δείξει παλαιότερες έρευνες οι επιπτώσεις της μοναξιάς στην υγεία είναι εφάμιλλες με εκείνες που προκαλεί το κάπνισμα 15 τσιγάρων την ημέρα, καθώς εξασθενεί το ανοσοποιητικό σύστημα και την αντίσταση των ανθρώπων στη νόσηση, ενώ αυξάνει την αρτηριακή πίεση.

Πάντως η δρ ΜακΚλίντοκ και οι συνεργάτες της έσπευσαν να επισημάνουν πως όλ’ αυτά δεν σημαίνουν ότι πρέπει να αδιαφορούμε για τους «κλασικούς» εχθρούς μας, όπως ο διαβήτης, η καρδιοπάθεια και η παχυσαρκία, διότι αφθονούσαν στους εθελοντές με την χειρότερη υγεία και τον μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου.

Πηγή : http://www.nutrimed.gr