Πόλεμος για το αλάτι

images_1salt.jpg

Το διάσημο ιατρικό περιοδικό The Lancet δέχεται δριμεία κριτική για τη δημοσίευση μιας ακαδημαϊκής μελέτης που ισχυρίζεται ότι όσοι τρώνε πολύ λίγο αλάτι μπορεί να αυξάνουν τις πιθανότητές τους να πεθάνουν από καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό επεισόδιο.

Ερευνητές από το Ινστιτούτο Έρευνας Υγείας του Πληθυσμού του Καναδά, μελέτησε στοιχεία περισσοτέρων από 130.000 ανθρωπών από 49 διαφορετικές χώρες σε έξι ηπείρους και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι πρέπει να καταναλώνουν αλάτι με μέτρο, αντί να προσπαθούν να το μειώσουν, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές των υπηρεσιών υγείας σε όλο τον κόσμο.

Ωστόσο, η μελέτη επικρίθηκε έντονα από άλλους επιστήμονες, ενώ ένας επιφανής ειδικός δήλωσε ότι δεν περίμενε ότι «τέτοια κακή επιστήμη» θα δημοσιευόταν στο The Lancet.

Η μελέτη συνέκρινε την υγεία των ανθρώπων που κατανάλωναν χαμηλές ποσότητες νατρίου (έως τρία γραμμάρια την ημέρα), μεσαίες ποσότητες (τέσσερα ή πέντε γραμμάρια) και υψηλές ποσότητες (επτά γραμμάρια ή και περισσότερο).

«Οι συμμετέχοντες που κατανάλωναν τέσσερα έως πέντε γραμμάρια νατρίου είχαν τον χαμηλότερο κίνδυνο» να πεθάνουν ή να υποστούν ένα «σημαντικό περιστατικό καρδιαγγειακής νόσου», ανέφεραν οι ερευνητές.

Μεταξύ των ατόμων που είχαν υψηλή αρτηριακή πίεση, η κατανάλωση τόσο υψηλής όσο και χαμηλής ποσότητας αλατιού «σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο». Αλλά και για τους ανθρώπους χωρίς υψηλή πίεση, η κατανάλωση αλατιού λιγότερο από τρία γραμμάρια την ημέρα «σχετίζεται με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο» (11%) θανάτου ή σοβαρών καρδιαγγειακών περιστατικών.

Ο Δρ Martin O’Donnell, συν-συγγραφέας της μελέτης και καθηγητής στο πανεπιστήμιο McMaster στον Καναδά, δήλωσε: «Αυτή η μελέτη βοηθάει στην κατανόηση της σχέσης μεταξύ της πρόσληψης αλατιού και της υγείας και θέτει υπό αμφισβήτηση την ορθότητα των κατευθυντήριων γραμμών που ισχύουν, σύμφωνα με τις οποίες συνιστούμε χαμηλή πρόσληψη νατρίου στο σύνολο του πληθυσμού. Μια προσέγγιση που συνιστά την κατανάλωση αλατιού με μέτρο, ιδιαίτερα επικεντρωμένη σε άτομα με υπέρταση, φαίνεται πιο σωστή με τα πρόσφατα στοιχεία».

Ωστόσο, ο καθηγητής Francesco Cappuccio, επικεφαλής του Συνεργατικού Κέντρου για τη Διατροφή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, επιτέθηκε τόσο στις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη όσο και στο περιοδικό που συμφώνησε να τη δημοσιεύσει.

«Βλέπουμε με δυσπιστία ότι δημοσιεύεται τόσο κακή επιστήμη στο The Lancet», δήλωσε. Ο καθηγητής Cappuccio δήλωσε ότι η μελέτη είναι «εκ νέου δημοσίευση στοιχείων» που χρησιμοποιούνται σε μια άλλη μελέτη. «Οι αδυναμίες που είχαν εκτενώς αναφερθεί προηγουμένως διατηρούνται και οι κριτικές που δέχθηκαν αγνοήθηκαν».

Η μέτρηση της πρόσληψης αλατιού που χρησιμοποιήθηκε από τους ερευνητές, είπε, ότι ήταν λανθασμένη και ότι οι συμμετέχοντες ήταν «σχεδόν αποκλειστικά ασθενείς υψηλό κίνδυνο θανάτου και υπό διάφορες φαρμακευτικές αγωγές». Εκτός από αυτά τα «επαναλαμβανόμενα λάθη», οι ερευνητές είχαν διαπράξει μια «στατιστική αμαρτία» και χρησιμοποίησαν μια «βιολογικά χωρίς νόημα» ταξινόμηση, όπως ισχυρίστηκε ο καθηγητής. «Με τη δημοσίευση μελετών με μεγαλύτερα δείγματα αλλά ίδια ελαττώματα, οι ερευνητές μπορούν μόνο να κάνουν τα λάθη τους μεγαλύτερα», είπε ο καθηγητής Cappuccio.

Ένα άλλα σημείο που δέχθηκε κριτική η έρευνα είναι ότι η πρόσληψη αλατιού διαφέρει σημαντικά από μέρα σε μέρα, έτσι ώστε ένα δείγμα ούρων μιας μέρας δεν αντικατοπτρίζει την πρόσληψη ενός ατόμου: δείγμα ούρων για επτά έως 11 συνεχόμενες ημέρες απαιτούνται για μια πραγματική εικόνα της πρόσληψης αλατιού.

Πηγή : http://www.iatrikanews.gr/