Υψηλή πίεση και υπέρταση

images_aaapiesi2.jpg

Κατά την διάρκεια της λειτουργίας της, η καρδιά εξωθεί το αίμα προς την περιφέρεια. Η πίεση του αίματος που μετράται με ειδικά όργανα, τα πιεσόμετρα, περιλαμβάνει ένα συστολικό στοιχείο (μεγάλη πίεση) που αντιστοιχεί στην φάση της καρδιακής συστολής και ένα διαστολικό στοιχείο (μικρή πίεση) που αντιστοιχεί στην φάση της καρδιακής διαστολής, κατά την διάρκεια της οποίας η καρδιά προετοιμάζεται για την επόμενη παλμική εξώθηση.

H πίεση του αίματος στο φυσιολογικό άτομο, διατηρείται σε στενά όρια, υπακούοντας σε πολλά συστήματα ρύθμισης. Πολύπλοκοι νευρικοί και ορμονικοί υποδοχείς αντιδρούν ταχέως και σε βάθος χρόνου σε μικρές μεταβολές της πίεσης του αίματος. Όταν η πίεση του αίματος τείνει να μειωθεί, ποικίλοι νευροορμονικοί μηχανισμοί προκαλούν αγγειοσυστολή, με αποτέλεσμα την αποκατάσταση της πίεσης σε φυσιολογικά επίπεδα. Το αντίθετο φαινόμενο πραγματοποιείται, όταν η πίεση τείνει να αυξηθεί. Σημαντικό ρόλο έχει ο νεφρικός ηθμός, ο οποίος μέσω έκκρισης ορμονών και ελέγχου των υγρών του σώματος, συντελεί στην φυσιολογική διατήρηση της αρτηριακής πίεσης. Η αρτηριακή πίεση μειώνεται σημαντικά κατά την διάρκεια της νύχτας.

Στους ενήλικες η πίεση αυξάνεται με την πάροδο της ηλικίας, φαινόμενο που σχετίζεται με την ανάπτυξη αθηροσκλήρυνσης στο τοίχωμα των αγγείων στα οποία ρέει το αίμα. Με τη σκλήρυνση των αγγείων, ανεπαρκούν οι μηχανισμοί φυσιολογικής διαστολής συστολής του αγγείου με αποτέλεσμα την αύξηση της αρτηριακής πίεσης, κυρίως μάλιστα της συστολικής. Σε ορισμένους υπερήλικες μάλιστα υπερβαίνει τα 20 mmHg. Στους ενήλικες η διαστολική πίεση αυξάνεται επίσης έως το 55ο έτος περίπου, μετά το οποίο παρουσιάζει τάσεις μείωσης. Έτσι αυξάνει η διαφορά συστολικής διαστολικής πίεσης μετά το 60ό έτος.

Όταν ο μέσος όρος των μετρήσεων της διαστολικής πίεσης («μικρή» πίεση), είναι μεγαλύτερος ή ίσος από 90mmHg ή όταν ο μέσος όρος των μετρήσεων της συστολικής πίεσης («μεγάλη» πίεση), είναι μεγαλύτερος ή ίσος από 140mmHg, όπως μετράται με ειδικά όργανα, τα επαγγελματικά ιατρικά πιεσόμετρα, πρόκειται για τη νόσο της υπέρτασης. Σε περίπτωση ορισμένων χρόνιων νοσημάτων (π.χ. διαβήτης) τα όρια της φυσιολογικής πίεσης είναι πιο χαμηλά.

Εκτός από την ηλικία και τους φυσιολογικούς μηχανισμούς φθοράς των ρυθμιστικών συστημάτων, σημαντικοί προδιαθεσικοί παράγοντες για την ανάπτυξη ιδιοπαθούς υπέρτασης είναι η δυσμενής κληρονομικότητα, η παχυσαρκία, η κατάχρηση αλκοόλ, το άγχος, η καθιστική ζωή, το μεταβολικό σύνδρομο. Η ιδιοπαθής υπέρταση αποτελεί ένα από τα ψυχοσωματικά νοσήματα: Μελέτες σε ορισμένες πρωτόγονες κοινωνίες αναδεικνύουν πολύ χαμηλά ποσοστά υπέρτασης σε ορισμένες από αυτές, αποτελέσματα που δεν μπορούν να αποδοθούν αμιγώς σε κληρονομικούς, διαιτητικούς παράγοντες ή συνήθειες άσκησης. Όταν η υπέρταση προκαλείται από συγκεκριμένο υποκείμενο νόσημα ή βλάβη και δεν είναι πολυπαραγοντικής αιτιολογίας, τότε πρόκειται για δευτεροπαθή υπέρταση. Η δευτεροπαθής υπέρταση είναι σπανιότερη από την ιδιοπαθή υπέρταση, αλλά πρέπει να διερευνάται πάντα κατά την ιατρική εξέταση και να αποκαθίσταται το αίτιο που την προκαλεί. Η νεφροπάθεια αποτελεί το συνηθέστερο αίτιο δευτεροπαθούς υπέρτασης. Άλλα αίτια δευτεροπαθούς υπέρτασης είναι ορισμένες παθήσεις του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, παθήσεις ορμονών, φάρμακα, η αποφρακτική άπνοια, σύνδρομα υπερσβεστιαιμίας, ισθμική στένωση αορτής.

Ανεξαρτήτως αιτίου, η υπέρταση προκαλεί βλάβες σε όλα τα ζωτικά όργανα. Χωρίς την ενδεικνυόμενη φαρμακευτική αγωγή, ο υπερτασικός κινδυνεύει από εγκεφαλικό επεισόδιο, άνοια, νεφρική πάθηση, απόφραξη καρδιακής αρτηρίας, διαταραχές οράσεως, ανδρική ανικανότητα και άλλες παθήσεις. Ο κίνδυνος δυσμενών επιπλοκών είναι μεγαλύτερος, εάν ο υπερτασικός καπνίζει, έχει υψηλή χοληστερόλη αίματος, καταναλώνει αυξημένη ποσότητα αλκοόλ ή πάσχει από ορισμένα νοσήματα όπως σακχαρώδη διαβήτη, αποφρακτική αγγειοπάθεια, μεταβολικό σύνδρομο.

Πηγή : http://anastasiamoschovaki1.blogspot.gr/