Κιλά εγκυμοσύνης: Πώς επηρεάζουν μια δεύτερη κύηση;

images_apregnant.jpg

Η συνιστώμενη πρόσληψη βάρους κατά την διάρκεια των 40 εβδομάδων της κύησης για μία γυναίκα η οποία έχει φυσιολογικό σωματικό βάρος πριν τη σύλληψη είναι 11,5 – 16 kg. Στην πραγματικότητα όμως οι περισσότερες γυναίκες προσλαμβάνουν περισσότερο βάρος από το συνιστώμενο.

Για παράδειγμα, σε μία έρευνα η οποία πραγματοποιήθηκε σε περισσότερο από 20.000 νεογέννητα και τις μητέρες τους, βρέθηκε ότι 43% των γυναικών πήραν περισσότερο βάρος από αυτό που συστήνεται από τους οργανισμούς υγείας. Επιπλέον, παρότι πολλές γυναίκες καταφέρνουν να χάσουν το βάρος που έχουν πάρει κατά την κύηση, αρκετές είναι αυτές για τις οποίες η κύηση αποτελεί το έναυσμα για την εμφάνιση παχυσαρκίας η υπέρβαρου. Σε μία σουηδική μελέτη, τη μελέτη SPAWN, βρέθηκε ότι 56% των γυναικών από αυτές που μελετήθηκαν είχαν πάρει περισσότερο από 15 kg στην διάρκεια της κύησης και συνέχισαν να έχουν αυξημένο σωματικό βάρος μετά από 15 χρόνια.

Στην περίπτωση που μετά από μία πρώτη κύηση μία γυναίκα έχει αποκτήσει επιπλέον βάρος, μία επόμενη κύηση ξεκινά με αυξημένο σωματικό βάρος. Ποια είναι όμως τα προβλήματα που συνεπάγεται αυτό;

Οι γυναίκες οι οποίες είναι υπέρβαρες ή παχύσαρκες κατά την σύλληψη έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν επιπλοκές στην υγεία τους αλλά και προβλήματα κατά τον τοκετό σε σχέση με γυναίκες οι οποίες έχουν φυσιολογικό σωματικό βάρος. Πιο συγκεκριμένα, γυναίκες με υψηλό Δείκτη Μάζα Σώματος (ΔΜΣ) πριν την κύηση έχουν αυξημένη πιθανότητα να εμφανίσουν υπεργλυκαιμία και διαβήτη κυήσεως. Σε μία πρόσφατη μετα-ανάλυση βρέθηκε ότι για κάθε 1 kg/m2 αύξηση στον ΔΜΣ ο κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη κυήσεως αυξήθηκε κατά 0.92%. Επιπλέον, σε μία από τις μεγαλύτερες έρευνες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα (1.4 εκατομμύρια γυναίκες) βρέθηκε ότι ο κίνδυνος προεκλαμψίας κατά την κύηση σχεδόν διπλασιάστηκε για κάθε 5-7 kg/m2 αύξηση στον ΔΜΣ πριν την κύηση.

Σε ότι αφορά την υγεία του νεογνού του οποίου η μητέρα είναι υπέρβαρη ή παχύσαρκη πριν την εγκυμοσύνη, οι πιθανότητες να εμφανίσει συγκεκριμένες εκ γενετής ανωμαλίες είναι αυξημένες. Συγκεκριμένα, τα ποσοστά ανωμαλιών του νευρικού σωλήνα, δισχιδούς ράχης, καρδιαγγειακών ανωμαλιών, λαγόχειλου και λυκοστόματος, ορθοπρωκτικής ατρησίας, υδροκεφαλίας και ανωμαλιών των άκρων έχει βρεθεί ότι είναι υψηλότερα σε γυναίκες με αυξημένο σωματικό βάρος πριν την κύηση. Επιπλέον, το αυξημένο σωματικό βάρος της μητέρας πριν την εγκυμοσύνη μπορεί να επηρρεάσει μαρκοπρόθεσμα την εναπόθεση λίπους στο παιδί. Για παράδειγμα, σε μία μελέτη σε 219 παιδιά βρέθηκε ότι οι μητέρες οι οποίες είχαν αυξημένο σωματικό βάρος πριν την κύηση είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν παιδιά με υψηλά επίπεδα λιπώδους ιστού στην ηλικία των 9 ετών.

Συμπερασματικά, τα στοιχεία που διαθέτουμε δείχνουν ότι οι μητέρες οι οποίες είναι υπέρβαρες ή παχύσαρκες πριν την εγκυμοσύνη έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν επιπλοκές κατά την κύηση ενώ η υγεία του παιδιού που θα γεννηθεί είναι πιθανό να επηρρεαστεί αρνητικά. Είναι σημαντικό λοιπόν, κάθε γυναίκα που σχεδιάζει να αποκτήσει ένα παιδί να ελέγξει το βάρος της πριν μείνει έγκυος προκειμένου να έχει μία όσο το δυνατό πιο υγιή εγκυμοσύνη και να βοηθήσει το παιδί της να έχει ένα καλό ξεκίνημα στη ζωή του.

Πηγή : http://fitdiet.gr/