Σακχαρώδης Διαβήτης: Μήπως δεν έχει να κάνει μόνο με τα μακροθρεπτικά συστατικά;

images_sakxarodis_diavitis.jpg

Μόλις ολοκληρώθηκε το στρογγυλό τραπέζι στην αίθουσα OLYMPIA, που σα θέμα είχε το πώς επιδρά η σύσταση του γεύματος και η ώρα λήψης γεύματος στο Σακχαρώδη Διαβήτη.

Το τραπέζι ξεκίνησε με τη Wendy Russell από το Ινστιτούτο Διατροφής και Υγείας του Πανεπιστημίου του Aberdeen. Όπως είναι γνωστό, τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα συμβάλλουν στην ανάπτυξη Σακχαρώδους Διαβήτη τύπου 2. Οι κατάλληλες διατροφικές προσεγγίσεις για τη διαχείρηση της μεταγευματικής γλυκαιμίας θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην οικονομικά αποδοτική πρόληψη και αντιμετώπιση του ΣΔ2 εφαρμόζοντάς τες σε όλον τον πληθυσμό.

Αυτό όμως για να επιτευχθεί, θα πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε την επίδραση μεμονωμένων διατροφικών συστατικών στην αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα μεταγευματικά. Έτσι, έγινε πλήρης αξιολόγηση και παρουσίαση της επίδρασης των μακροθρεπτικών συστατικών, των βιταμινών, των μετάλλων, φυτοχημικών και άλλων πρόσθετων συστατικών (π.χ γλυκαντικά χαμηλών θερμίδων, ξύδι και αλκοόλ) στην ομοιόσταση της γλυκόζης.

Φάνηκε, λοιπόν, ότι η δυνατότερη και αποτελεσματικότερη επίδραση είναι αυτή των αδιάλυτων και μετρίως επεξεργασμένων ινών από δημητριακά καθώς και η αντικατάσταση του κορεσμένου από μονοακόρεστα λιπαρά οξέα.

Τα επίπεδα της μεταγευματικής γλυκόζης μειώνονται επίσης και από τη πρόσληψη παχύρευστων διαλυτών φυτικών ινών. Ακόμα, φαίνεται να υπάρχει σημαντική, αν και ασθενέστερη αποτελεσματικότητα από τρόφιμα πλούσια σε φυτοχημικά. Αυτό πιθανόν και να σχετίζεται με το ότι η εντερική μικροχλωρίδα φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του μεταβολισμού και στο γλυκαιμικό έλεγχο.

Όπως ανέφερε και η Δρ. Russell τα συστατικά της δίαιτας φαίνεται να έχουν σημαντική και κλινική επίδραση στα επίπεδα και στη ρύθμιση της γλυκόζης στο αίμα και μια διατροφική προσέγγιση για τη μείωση της μεταγευματικής γλυκόζης στο αίμα θα ωφελήσει την υγεία του πληθυσμού και θα περιορίσει την αυξανόμενη παγκόσμια συχνότητα εμφάνισης ΣΔ2. Ωστόσο, χρειάζονται ακόμα αρκετές καλά σχεδιασμένες μελέτες για να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα. Το σίγουρο όμως είναι ότι η απώλεια βάρους και η άσκηση συμβάλλουν σημαντικά στο γλυκαιμικό έλεγχο.

Το λόγο στη συνέχεια πήρε ο Δρ. Duane Mellor, Επίκουρος Καθηγητής Διαιτολογίας στο Πανεπιστήμιο του Nottingham στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Δρ. Mellor τράβηξε την προσοχή του κόσμου ξεκινώντας την ομιλία του με ενα παραμύθι. Ο σκοπός του δεν ήταν άλλος από το να παρομοιάσει τους υδατάνθρακες με έναν λύκο, τις πρωτεϊνες με μία κατσίκα και το λίπος με ένα μαρούλι. Ο καθηγητής διάλεξε αυτόν τον τρόπο για να μας δείξει ότι ακόμα και αν μιλάμε για την ομάδα μακροθρεπτικών, δεν μπορούμε να τα ομαδοποιούμε καθώς δεν δρουν όλα με τον ίδιο τρόπο. Άλλωστε, ο λύκος δεν είναι πάντα κακός. Έτσι, λοιπόν, ήθελε να περάσει το μήνυμα ότι δεν μπορούμε να απομονώνουμε τα συστατικά και την επίδρασή τους. Είναι καλύτερα να αναφερόμαστε σε τρόφιμα ή σε ολόκληρα γεύματα, αφού κανένας δεν τρέφεται από μεμονωμένα συστατικά, καθώς και να συνυπολογίζουμε το τι αντικαθιστάται με τι όταν μιλάμε για περιορισμό ή αύξηση ενός μακροθρεπτικού συστατικού.

Μέχρι στιγμής, αρκετοί είναι αυτοί που τάσσονται υπέρ μίας δίαιτας χαμηλή σε υδατάνθρακες. Ωστόσο, επιστημονική αποδοχή έχουν και οι δίαιτες χαμηλές σε λιπαρά με σκοπό τη μείωση του κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα και την ρύθμιση του σωματικού βάρους.

Στο διαβήτη τύπου 1 η διατροφική αντιμετώπιση στηρίζεται κυρίως στη διαχείριση των υδατανθράκων (με καταμέτρηση και σωστή κατανομή) έτσι ώστε να ταιριάξουν με τις δόσεις ινσουλίνης. Η παθολογία, όμως του ΣΔ2, κάνει την προσέγγιση αυτή εξαιρετικά αμφιλεγόμενη.

Ο καθηγητής συνέχισε την ομιλία του δείχνοντας την επίδραση του εκάστοτε μακροθρεπτικού συστατικού στο γλυκαιμικό έλεγχο. Δεδομένου όμως, ότι η επιστημονική κοινότητα δεν έχει καταλήξει ακόμα στον ιδανικό τρόπο κατανομής των μακροθρεπτικών συστατικών, το βασικό του συμπέρασμα ήταν ότι η απώλεια βάρους είναι ίσως ο πιο αποτελεσματικός τρόπος διαχείρισης του ΣΔ, ενώ η καλύτερη πρακτική είναι αυτή την οποία ο ασθενής μπορεί να ακολουθήσει.

Ο Δρ. Mellorn έκλεισε εφιστώντας την προσοσχή του επιστημονικού κοινού και τονίζοντας ότι πρέπει να υπάρχει μία επιστημονικά τεκμηριωμένη βάση πριν αποφασίσει κάποιος ποιο είναι το ιδανικό προφίλ μακροθρεπτικών συστατικών για τη διαχείριση του ΣΔ1 και του ΣΔ2.

Το τραπέζι έκλεισε με την ομιλία της  Αιμιλίας Παπακωνσταντίνου, λέκτορα Διατροφής και Μεταβολισμού. Η Δρ. Παπακωνσταντίνου ξεκίνησε την ομιλία της τονίζοντας ότι ο ΣΔ2 αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες απειλές για την υγεία του 21ου αιώνα που σε συνδυασμό με την ραγδαία αύξηση της παχυσαρκίας κοντεύει να λάβει επιδημικές τάσεις. Όπως είναι γνωστό, η αλλαγή του τρόπου ζωής, ιδίως μέσω της διατροφής και της άσκησης, είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.

Όμως, η αλλαγή του τρόπου ζωής, θα πρέπει να είναι εξατομικευμένη έτσι ώστε ο ασθενής να μπορέσει να διατηρήσει τις αλλαγές στον τρόπο διατροφής μακροπρόθεσμα και όχι μόνο βραχυπρόθεσμα.

Η διατροφική αντιμετώπιση του διαβήτη περιλαμβάνει συνήθως αλλαγές σε διατροφικές συμπεριφορές που αφορούν στα γεύματα, στη σύσταση των γευμάτων σε υδατάνθρακες, στην επιλογή και προετοιμασία των γευμάτων, στον έλεγχο της μερίδας και στη σίτιση εκτός σπιτιού. Πολλοί ασθενείς, όμως, αντιμετώπιζουν δυσκολία στην υιοθέτηση των αλλαγών στη διατροφική τους συμπεριφορά με αποτέλεσμα πολύ απλά, να σταματούν να ακολουθούν τις οδηγίες – συστάσεις του διαιτολόγου.

Μία από τις πιο συνηθισμένες τροποποιήσεις που ζητώνται από τον ασθενή από τους επαγγελματίες υγείας έχει να κάνει με τα γεύματα καθώς οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η ινσουλινοευαισθησία και η γλυκαιμική απόκριση εξαρτώνται από τη συχνότητα των γευματων (μικρά και συχνά γεύματα), την ώρα κατανάλωσης του γεύματος (προγραμματισμός καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας) καθώς και τον καταμερισμό των υδατανθράκων σε αυτά τα γεύματα. Η θεωρία που κρύβεται πίσω από τα μικρά και συχνά γεύματα λέει ότι έτσι ο ασθενής ρυθμίζει και ελέγχει καλύτερα την όρεξή του, βοηθά στη μείωση της ινσουλινοαντίστασης και βελτιώνει συνολικά το γλυκαιμικό έλεγχο. Όμως, σε μία πρόσφατη μελέτη φάνηκε ότι όταν κάποιος αναγκάζεται να καταναλώσει ένα γεύμα χωρίς να πεινάει, έχει τελικά χειρότερο γλυκαιμικό έλεγχο.  Πάνω σε αυτό, η κα. Παπακωνσταντίνου τόνισε ότι δεν πρέπει να εξαναγκάζουμε τον ασθενή να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο διατροφικό μοτίβο, αν δεν μπορεί να το ακολουθήσει γιατί έτσι οδηγούμαστε σε αντίθετα αποτελέσματα. Το κύριο στη διαχείριση του διαβήτη είναι ο ασθενής να είναι σταθερός, δηλαδή να μπορεί να ακολουθήσει τις αλλαγές που του προτείνουμε.

Στην μελέτη που αναφέρθηκε προηγουμένως, φάνηκε ότι τα 2 μεγάλα γεύματα ίσως έχουν καλύτερη επίδραση από τα περισσότερα και πιο συχνά γεύματα. Σε άλλη πάλι φάνηκε ότι η φόρτιση του δείπνου σε υδατάνθρακες οδήγησε σε καλύτερη γλυκαιμική απόκριση, ενώ η καθημερινή πρόσληψη πρωινού φαίνεται να βοηθά αρκετά.

Δεδομένου, λοιπόν, ότι η βιβλιογραφία δεν έχει ακόμα καταλήξει πάνω στον ιδανικό αριθμό γευμάτων, στη σύσταση αυτών αλλά και στην ιδανική χρονική στιγμή για την πρόσληψή τους, αυτό που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας είναι ότι η διαχείριση του διαβήτη πρέπει να είναι εξατομικευμένη και βασισμένη σε αυτό που ταιριάζει καλύτερα στον ασθενή.

Πηγή : http://www.nutrimed.gr