Ο καθημερινός άνθρωπος χρησιμοποιεί «υποκατάστατα» για να βελτιώσει την ψυχική του διάθεση και αυτοεικόνα ;

images_19_3175606_xl.jpg

Πολύ συχνά ρωτούν γραπτά, άνθρωποι, πως μπορούν να αντιμετωπίσουν ένα άγχος ή μία θλίψη μόνοι τους. Επίσης όμως πολλοί άνθρωποι θεωρούν την συναισθηματική τους κατάσταση ή το άγχος πχ, ως σύμπτωμα (πχ σαν μία γρίπη) που «πρέπει» να αντιμετωπίσει μόνο του (διότι αλλιώς δεν νιώθει «δυνατό»), και όχι ως αποτέλεσμα («ειδοποίηση» του μυαλού μας) κάποιων μη συνειδητών αιτιών που τους επηρεάζουν και που είναι σημαντικό να διερευνηθούν.

Το ότι υπάρχουν βαθύτερες αιτίες, δεν σημαίνει ότι ένας άνθρωπος είναι «προβληματικός. Σημαίνει απλώς ότι η σκέψη μας δεν μπορεί να αναλύσει την ίδια την προσωπικότητά μας σε βάθος λόγω μιας «προστατευτικής κατασκευής» του μυαλού μας.». Αυτό λοιπόν που κάνει ο κάθε άνθρωπος σε καθημερινή βάση, είναι να αντιμετωπίζει το σύμπτωμα και όχι την βαθύτερη αιτία. Φυσικά προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα στον άνθρωπο, «πως γίνεται να με ξέρει κάποιος άλλος καλύτερα από εμένα»; Υπάρχει η αίσθηση δηλαδή ότι για το μυαλό μας δεν υπάρχουν «φυσικοί κανόνες» λειτουργίας, όπως για την φύση και το σύμπαν, παρότι υπάρχουν. Υπάρχει επίσης η αίσθηση ότι το μικρό μέρος του μυαλού μας που μας είναι συνειδητό, αυτό που λέμε «εγώ», είναι το σύνολο του εαυτού μας. Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι βλέπουμε καθημερινά ότι το σεξουαλικό ένστικτο πχ, ελέγχεται μερικώς και ασυνείδητα από την λογική μας και την ηθική μας.

Το άγχος ή η δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που βιώνουμε είναι σημαντικό να λεχθεί ότι δεν εξαρτάται τόσο από το εξωτερικό ερέθισμα που μας επηρεάζει αρνητικά. Εξαρτάται κυρίως από το πώς το ερέθισμα αυτό φιλτράρεται από το μυαλό μας, σε συνδυασμό με την αυτοεικόνα μας και την προσωπικότητά μας. Οι αρνητικές σκέψεις μας, είναι ένα εσωτερικό ερέθισμα, το οποίο μπορεί να ενεργοποιήσει το άγχος. Δεν είναι απαραίτητο να μας επηρεάσει κάτι από το περιβάλλον. Η αρνητική αυτοεικόνα μας η οποία είναι ένα σύνολο παγιωμένων σκέψεων για τον εαυτό μας, μπορεί να «γεννά» σε διάφορες αφορμές νέες αρνητικές σκέψεις. Αυτό που ο ειδικός αλλάζει λοιπόν είναι η αρνητική αυτοεικόνα, την οποία το άτομο μπορεί να «αρνείται» μέσω διαφόρων υποκαταστάτων, ότι την έχει. Η επιδίωξη του πλούτου σε μεγάλο βαθμό, ως δύναμης πάνω στους άλλους ανθρώπους, δείχνει συχνά ένα τέτοιο υποκατάστατο.

Έτσι για παράδειγμα, μεγάλο ποσοστό της θλίψης που νιώθει ένας άνθρωπος λόγω της οικονομικής κρίσης, προέρχεται από το ότι ασυνείδητα νιώθει ότι η αυτοεικόνα του μειώνεται ως επιτυχημένου, σαν να επρόκειτο για θέμα δικής του ευθύνης, ενώ φυσικά δεν είναι.

Το άγχος όμως ενεργοποιείται και όταν ένα αγχογόνο περιβάλλον «διεγείρει λανθασμένους τρόπους σκέψης της δικής μας προσωπικότητας», (πχ πλούσιος σημαίνει επιτυχημένος, ότι έχω αξία και αναγνώριση από τους γύρω). Πρόκειται «ερμηνείες» και συνδέσεις που ασυνείδητα έχει μάθει και κάνει το μυαλό μας. Όταν ο ψυχολόγος σταματήσει τις ερμηνείες αυτές, το άγχος «μπαίνει» στον έλεγχο της λογικής του ατόμου..

Το αν επίσης μία γυναίκα ή και ένας άντρας, υπομένει παθητικά την μειωτική συμπεριφορά του συντρόφου της προς αυτήν-ον, εξαρτάται από το πώς έχει μάθει να βλέπει τον εαυτό της από μικρή ηλικία, και αυτό είναι που ενισχύει πολλαπλάσια τον φόβο του να φύγει από την σχέση, όχι τόσο ο σύντροφός. Για τον λόγο αυτό είναι λάθος να «κατηγορεί» το περιβάλλον κάποιο άτομο για δειλία. Για να βοηθήσουμε κάποιον πρέπει πρώτα να «γίνουμε» αυτός, και όχι να τον δούμε με βάση την δική μας προσωπικότητα. Επίσης, ένας άνθρωπος, ακόμη και αν είχε τις γνώσεις, για να ξεκινήσει να αλλάξει κάτι στην προσωπικότητά του, θα έπρεπε να βγει από τον εαυτό του και να τον δει αντικειμενικά όπως ένας εξωτερικός παρατηρητής ειδικός, κάτι αδύνατον να συμβεί σε μεγάλο βαθμό, λόγω του μυαλού μας.

Η «αντιμετώπιση» του καθημερινού ανθρώπου στα διάφορα προβλήματα και τα «υποκατάστατα».

Συνεχίζοντας το παραπάνω υποθετικό παράδειγμα, είναι κατανοητό ότι το άτομο δεν μπορεί να «αυτοαναλύσει» το τι φοβάται και πως βλέπει τον εαυτό του. Πιστεύει πχ ότι φοβάται τον σύντροφό του, το ορατό «ερέθισμα», καθώς αυτό βλέπουν τα μάτια και αντιλαμβάνεται συνειδητά το μυαλό. Είναι αδύνατο να συλλάβει πχ επιδράσεις γονικού περιβάλλοντος και πως σχετίζονται με το παρόν του. Το μυαλό μας βλέπει μόνο το τώρα, και δεν το συνδέει συνειδητά με τα όσα έχει μάθει, τα οποία συχνά μένουν ασυνείδητα.

Προκειμένου να αντιμετωπίσει το δυσάρεστο παρόν, ο άνθρωπος του παραδείγματός μας, μπορεί να αρχίσει να χρησιμοποιεί διάφορα «υποκατάστατα», τα οποία δεν δείχνουν αρνητικά, επιδρούν αρνητικά όμως διότι λειτουργούν ως μικρή ανακούφιση, καθώς αποτρέπουν το άτομο να διερευνήσει το γιατί συμπεριφέρεται παθητικά και υπεκφεύγει του πραγματικού προβλήματος.

Τέτοια υποκατάστατα όπως για παράδειγμα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στο διαδίκτυο, προσφέρουν μία πρόχειρη μικρή συναισθηματική εκτόνωση, αφήνοντας όμως μία «πικρή γεύση» καθώς αυτή δεν αποτελεί αντιμετώπιση της κατάστασης. Καθώς όμως η πραγματική λύση δεν είναι ορατή (η αλλαγή της προσωπικότητας, «πως άραγε γίνεται αυτό»;), για τον λόγο αυτό οι άνθρωποι συχνά «εθίζονται» σε αυτόν τον τρόπο εξωτερίκευσης στο διαδίκτυο, ο οποίος μοιάζει με το να γράφει ένας άνθρωπος σε προσωπικό ημερολόγιο, χωρίς να αποτελεί πραγματική ανθρώπινη επαφή.

Αυτό εξηγεί γιατί σήμερα στην εποχή της οικονομικής κρίσης, οι άνθρωποι καθώς δεν βλέπουν «φως στο τούνελ», μελαγχολούν και φροντίζουν πάνω απ όλα να πληρώσουν τον λογαριασμό του διαδικτύου μην το χάσουν. Η άμεση αντίδραση στην μελαγχολία δηλαδή αυθόρμητα, και θεωρώντας ότι είναι πιο οικονομική, είναι ο περιορισμός των εξόδων και η διατήρηση της διαδικτυακής επικοινωνίας ως υποκατάστατο της πραγματικής. Στην πραγματικότητα είναι αδύνατον φυσικά η αντικατάσταση αυτή να πετύχει. Ο εγκέφαλος μέσα σε ένα διαμέρισμα δεν αλλάζει παραστάσεις μέσω μιας οθόνης και αντιθέτως οι τέσσερις τοίχοι αυξάνουν τις αρνητικές σκέψεις καθώς μοιάζουν με απομόνωση από το φυσικό περιβάλλον, όση τεχνολογία και να έχουμε μέσα. Επίσης η πραγματική ανθρώπινη διαντίδραση προσφέρει συναισθηματική ικανοποίηση η οποία δεν μπορεί να εισπραχθεί από το μυαλό μέσω μιας οθόνης. Τελικά ως ειρωνεία, σε συχνή χρήση, το ίδιο το μέσο που χρησιμοποιείται για ανακούφιση, φέρνει αυξανόμενη μελαγχολία.