Η χημεία του έρωτα

Science test.jpg

Τον μήνα που διανύουμε χαρακτηρίζει η γιορτή του έρωτα. Πέρα από την αναμφισβήτητη ρομαντική υπόσταση του θέματος, θα ήταν ενδιαφέρον να το δούμε από την πλευρά της βιολογίας. Δεν είναι η πρώτη μας σκέψη όταν συναντάμε ένα πιθανό σύντροφο, αλλά μήπως η έλξη και ο έρωτας είναι τελικά θέμα εκτός της καρδιάς, και των γονιδίων μας;

 

Όλοι έχουμε ακουστά τις φερομόνες, χημικές ουσίες που εκκρίνονται ως απόκριση στη σεξουαλική διέγερση και στα περισσότερα ζώα είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνες για την προσέλκυση του αντίθετου φύλου και την έναρξη της διαδικασίας του ζευγαρώματος. Στους ανθρώπους τα πράγματα λειτουργούν κάπως διαφορετικά και πιο σύνθετα, αλλά και πάλι οι φερομόνες είναι παρούσες σε κάθε μας επαφή με έναν καινούργιο άνθρωπο. Οι χημικές αυτές ουσίες ταξιδεύουν από το χώρο μεταξύ των ανθρώπων, μέσω της μύτης, στον εγκέφαλο και συγκεκριμένα στα κέντρα του εγκεφάλου που σχετίζονται με τα συναισθήματα και τη συναισθηματική διέγερση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το άτομο να έχει μεγαλύτερη συνείδηση της ίδιας του της γοητείας και να προβάλει μια εικόνα που διευκολύνει την προσέγγιση από το αντίθετο φύλο.

Όταν αναφερόμαστε στον έρωτα ως θέμα χημείας δε βρισκόμαστε μακριά από την αλήθεια, αφού διαφορετικές χημικές ουσίες στον εγκέφαλο παίζουν διαφορετικό ρόλο στο παιχνίδι των δύο φύλων. Οι ειδικοί έχουν χωρίσει τον έρωτα σε τρεις κατηγορίες, τον πόθο, τη ρομαντική αγάπη και τη μακροχρόνια δέσμευση. Η κάθε μια σχετίζεται με διαφορετικές χημικές ουσίες-νευροδιαβιβαστές που λειτουργούν στον εγκέφαλο. Ο πόθος σχετίζεται με εκρήξεις τεστοστερόνης, ενώ η ρομαντική αγάπη με ανωμαλίες στα επίπεδα άλλων νευροδιαβιβαστών, όπως η σεροτονίνη, η ντοπαμίνη και η νορεπινεφρίνη. Έτσι η αγάπη καθίσταται μια διεργασία βιοχημικά παρόμοια με ψυχιατρικές καταστάσεις στις οποίες η σκέψη ενός αντικειμένου απασχολεί εξολοκλήρου τη σκέψη του ασθενούς. Έχουμε ξανακούσει στο παρελθόν να συγκρίνεται ο έρωτας με ασθένεια που μας ταλαιπωρεί σαν τη γρίπη, απλά τώρα έχουμε και την επιστημονική εξήγηση. Το κλασικό σύμπτωμα του να είμαστε ερωτευμένοι όταν νιώθουμε συνεχώς ανήσυχοι, δε μπορούμε να κοιμηθούμε ή να φάμε οφείλεται επίσης στα υψηλά επίπεδα αυτών των χημικών. Η ντοπαμίνη αποτελεί το μεγαλύτερο διεγερτικό του εγκεφάλου και σε συνδυασμό με άλλες χημικές ουσίες μας δίνει τα φυσικά συμπτώματα του έρωτα, γρήγορους χτύπους καρδιάς και ελαφρύ ιδρώτα που διευκολύνει την έκκριση των φερομονών. Η τελική φάση της αγάπης είναι μια ήσυχη αίσθηση σιγουριάς και δέσμευσης με έναν άνθρωπο. Και αυτό το στάδιο έχει την υπεύθυνή του ορμόνη, την οξυτοκίνη, η οποία απελευθερώνεται μέσω της αφής με συγκεκριμένο ρυθμό και πίεση. Η ίδια χημική ουσία βρέθηκε να εκκρίνεται σε αφθονία στον εγκέφαλο ενός εξαιρετικά πιστού είδους τρωκτικού που ζευγαρώνει μια φορά και για πάντα και ακόμα πιο περιέργως αρνείται να ζευγαρώσει με οποιοδήποτε άλλο θηλυκό, ακόμα και αν το αρχικό του ταίρι απομακρυνθεί από την ομάδα.

Ο κάθε άνθρωπος με τον ξεχωριστό του γονιδιακό συνδυασμό έχει μια μοναδική χημεία σώματος που εκφράζεται από τις φερομόνες που εκκρίνει. Έτσι οι πιθανοί σύντροφοι είτε διεγείρονται είτε απωθούνται από αυτό που τελικά φαίνεται να είναι το γονιδίωμά του.  Ένα ακόμα στοιχείο υπέρ της συμβολής του γενετικού υλικού στην επιλογή συντρόφου είναι το γεγονός πως οι άνθρωποι φυσικά έλκονται από  άλλους με διαφορετικό ανοσοποιητικό σύστημα, ώστε να εξασφαλιστεί η ανοσοποιητική ανωτερότητα του απογόνου.

Η επιστήμη δε μπορεί να εξηγήσει γιατί ερωτευόμαστε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, ούτε μπορεί να απλοποιήσει όλη την πολυπλοκότητα του μυστηρίου του έρωτα, αλλά ίσως μελλοντικά να μπορέσει να βοηθήσει λίγο το φτερωτό αγόρι να κάνει καλύτερα τη δουλειά του, προσφέροντάς μας το κατάλληλο μείγμα νευροχημικών που θα εντείνει την έλξη, τη ρομαντική διάθεση και τη μακροχρόνια δέσμευση. Παρόμοια ηλικία, στόχοι ζωής και ενδιαφέροντα είναι μια καλή συνταγή για μια επιτυχημένη σχέση, αλλά το μυστικό συστατικό ίσως να είναι τελικά η βιολογική συμβατότητα.

Χρυσούλα Ευσταθιάδου

Βιολόγος