Ανάλυση των αιτιών των εκδηλώσεων βίας (σωματικής, ψυχικής και σεξουαλικής) μεταξύ των εφήβων

violence.jpg
-Γιατί οι έφηβοι είναι πιο επιρρεπείς απ’ ό,τι είναι τα παιδιά και οι ενήλικες.
-Η βιολογία της βίας και το περιβάλλον που γεννά τη βία.
-Η ψυχολογία του νεαρού θύτη και του θύματος.

-Αυτοέλεγχος και θεραπεία.

Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας όπως και στους άλλους τομείς της βίας ότι τα αιτία είναι πολυπαραγοντικά.

 

 

Σε σχέση με την οικογένεια θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο συνδυασμός της χαλαρής πειθαρχίας και της εχθρικής στάσης από μέρους και των δύο γονιών ενθαρρύνει την έντονη επιθετική και ελάχιστα ελεγχόμενη συμπεριφορά των παιδιών. Όταν οι γονείς ή οι δάσκαλοι επιβάλλουν συχνά διάφορες μεθόδους τιμωρίας, ενώ παράλληλα είναι απορριπτικοί και εχθρικοί, τότε οδηγούμαστε στη δημιουργία επιθετικών συμπεριφορών. Αυτές οι μέθοδοι είναι συχνά μία επίδειξη ισχύος. Οι γονείς επιδεικνύουν και κρατούν την εξουσία, ασκώντας κυρίως αυταρχικό έλεγχο και χρησιμοποιώντας σωματικές τιμωρίες, σκληρά και άσχημα λόγια, απειλές και στέρηση προνομίων. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η οικογένεια όπως και η κοινωνία είναι συστήματα που επιδρούν στον έφηβο, αλλά και ο έφηβος λειτουργεί σαν εκφραστής του προβλήματος του όποιου συστήματος εκπροσωπεί. Αυτό μπορεί να τον εναλλάσσει σε ρόλους από θύτη σε θύμα, που όμως είναι και τα δύο εκφράσεις της ευαλωτότητάς του, που τον κάνει να εκτονώνει αυτά που οι άλλοι αρνούνται.

Μεγάλος λόγος γίνεται και για την έκθεση σε σκηνές βίας από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και η διαμόρφωση πρότυπων από αυτά. Η έκθεση αυτή μπορεί να συνηγορήσει και να υποβοηθήσει ένα προϋπάρχον υπόβαθρο βίας.

Οι μοντέρνοι βιολόγοι μιλούν για γονιδιακή διαφοροποίηση, που είναι πιθανό να δημιουργεί ένα ταμπεραμέντο πιο δεκτικό στην αντικοινωνική συμπεριφορά. Κατά καιρούς έχουν υπάρξει θεωρίες που αφορούν ακόμα και το σχήμα και την κατατομή του κεφαλιού αλλά και του σώματος. Άλλοι θεωριστές μίλησαν και απέδειξαν με έρευνες, επιρροές από βιοχημικούς παράγοντες, που επιδρούν στο κεντρικό και αυτόνομο νευρικό σύστημα. Συνδέσεις μπορούν να γίνουν και με τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, αλλά και τις μαθησιακές δυσλειτουργίες.

Όσον αφορά τη χρήση και κατάχρηση ουσιών παρατηρούμε συνδέσεις που είναι πιθανό να αποτελούν αιτιάσεις του ενός από το άλλο.

Σε ατομικό επίπεδο είναι σημαντικό να βάλουμε στη συζήτηση την έννοια του προσωπικού και κοινωνικού έλεγχου, δηλαδή το πόσο καλά ο έφηβος έχει διδαχθεί να αντιστέκεται στη χρήση μη κοινωνικών μεθόδων για να φτάσει στον σκοπό του.

Η συναισθηματική συνομιλία και η μεταβίβαση του συναισθήματος μαθαίνει τον έφηβο να καλύπτει τις ανάγκες του αλλά και να αντέχει τις ματαιώσεις, όταν κάτι δεν πραγματοποιείται. Όταν τη θέση αυτών παίρνει η κακοποίηση από κάποιον ενήλικο ή άλλο έφηβο, τότε είναι πιθανό αυτό να επαναληφθεί σαν τρόπος αντιμετώπισης που έχει μάθει από το μοντέλο που έχει ως συμπεριφορά.

Ο έφηβος σε σχέση με τον παιδί δημιουργεί μια αίσθηση προσωπικότητας και αυτονομίας την οποία πρέπει να υπερασπιστεί. Αυτό δημιουργεί μεγάλο στρες στον ίδιο, μια και μέχρι τώρα άλλοι ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτό. Εκεί που υπάρχουν οι κοινωνικές και επαγγελματικές επιρροές στον ενήλικο, στον έφηβο προστίθεται και η επίδραση των ομάδων υποκουλτούρας στις οποίες ανήκει, αλλά και σε αυτές που ανήκει με το να μην ανήκει.

Το αν είναι κανείς θύτης ή θύμα μπορεί να εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, οι οποίοι σχετίζονται με το κοινωνικοοικονομικό στάτους της οικογένειας, του ατόμου, ακόμα και την εθνική καταγωγή.

Η περίοδος μετασχηματισμού του παιδιού σε ενήλικα είναι μια πορεία έντασης, η οποία εκφράζεται και διαχειρίζεται διαφορετικά από άτομο σε άτομο. Αν ο έφηβος έχει εκπαιδευτεί να αντέχει τα συναισθήματά του αλλά και να τα αναγνωρίζει σαν δικά του, καθώς και να προστατεύει τον εαυτό του οριοθετώντας τους ομότιμούς του αλλά και ζητώντας βοήθεια από μεγαλύτερους, τότε είναι πιθανό να μην ανήκει σε καμία από τις δύο παραπάνω κατηγορίες.

Είναι ξεκάθαρο πως είναι πολύ εύκολο, για να ανακτηθεί ο χαμένος έλεγχος του θύματος αλλά και για να εξιλεωθούν οι ένοχες του θύτη, ότι μπορεί να μεταβαίνει από τη μια θέση στην άλλη.

Τέλος, συναντάμε περιπτώσεις αυτοτραυματισμού άμεσου ή έμμεσου, συμπεριφοράς αυτοκαταστροφικής αλλά και αυτοκτονίας, όπου οι ρόλοι συνυπάρχουν.

Όλα τα παραπάνω συνοδεύονται από την συναισθήματα αναξιότητας, πόνου και αίσθησης του αβοήθητου.

Θεραπευτικά οι παρεμβάσεις μπορούν να γίνουν στα συστήματα που ανήκει ο έφηβος: σχολείο, κοινότητα, οικογένεια, αλλά και στα υπερσυστήματα όπως η κοινωνία, καθώς και στο ίδιο το άτομο.

Αυτές έχουν σκοπό την ίαση του τραύματος που έχει δημιουργηθεί αλλά και την ψυχοεκπαίδευση, για την αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων. Από την άλλη πλευρά, ο ειδικός πρέπει να μάθει τον έφηβο να αναγνωρίζει το σημάδια στο σώμα του αλλά και τις σκέψεις που κάνει και του προκαλούν θυμό. Σε αυτό βοηθούν οι μέθοδοι αντικατάστασης επιθετικότητας και διαχείρισης θυμού.

Βεβαίως, η θεραπεία δεν θα πρέπει να είναι ένας ακόμα τρόπος να θέσουμε τον έφηβο στον ρόλο του ασθενή, πράγμα που είναι από μόνο του μια θυματοποίηση. Η δουλειά πρέπει να γίνει στο να βελτιωθεί η επικοινωνία μεταξύ των μελών μιας οικογένειας ή ενός άλλου συστήματος, να ενδυναμωθεί η αυτοεικόνα και η αυτοεκτίμησή του αλλά και να αντικατασταθεί η οποιαδήποτε συμπεριφορά με κάποια δημιουργική. Σε όλα τα παραπάνω μπορούν να χρησιμοποιηθούν ομάδες αυτοβοήθειας, ομάδες γονέων, ατομική και οικογενειακή στήριξη και θεραπεία. Πριν ο νεαρός θύτης φτάσει να απασχολήσει τον νόμο, πριν το νεαρό θύμα γίνει ένας γονιός που θα θυματοποιήσει ή θα βυθιστεί στην κατάθλιψη, είναι σημαντική η οργανωμένη και έγκαιρη διάγνωση και κυρίως αντιμετώπιση του προβλήματος που αυξάνεται με μεγαλύτερους ρυθμούς από κάθε άλλη μορφή βίας.

Ταράσης Πρόδρομος

Ψυχοθεραπευτης