Το διαιτολόγιο με φθαρτά είδη

Από φυσιολογική άποψη, η νηστεία της σαρακοστής μάλλον δεν αποτελεί προετοιμασία για το Πάσχα, όσο την αναγκαία και επιβεβλημένη «κάθαρση» και ανάπαυλα από την κραιπάλη και τις διαιτολογικές, γαστριμαργικές, σεξουαλικές και άλλες υπερβολές και εκτροπές που προηγήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποκριάς!

Εκεί που ετοιμαζόμουνα ν’ αρχίσω να χτυπάω τα πλήκτρα για να τροφοδοτήσω τη RAM και στη συνέχεια να εμπεδώσω στη μόνιμη μαγνητική μνήμη της δισκέτας και του «σκληρού» τις σκέψεις και τους προβληματισμούς μου, είχα την περιέργεια , ή αν θέλετε τη φαεινή έμπνευση να ρίξω μια ματιά στο ημερολόγιο.

Το αποτέλεσμα και οι συνέπειες αυτής της κίνησης υπήρξαν καθοριστικά , τόσο για τον τίτλο όσο και για το περιεχόμενο αυτού που διαβάζετε. Γιατί με την πρώτη ματιά διαπίστωσα ότι ο Μάρτιος, όχι μόνο «δεν λείπει από τη σαρακοστή,» γεγονός βέβαια που αποτελεί τον κανόνα χωρίς εξαίρεση, αλλά περιλαμβάνει κιόλας και την έναρξη της σαρακοστής, δηλαδή την καθαρή Δευτέρα! Μια Δευτέρα, που, πως να το κάνουμε, έχει κάποια σημαντική – θα έλεγα – διαφορά, αλλά και μια …κρυφή ομοιότητα με όλες τις άλλες Δευτέρες του χρόνου όσον αφορά όχι μόνο τα πραγματικά αλλά και τα προσδοκώμενα διατροφικά πεπραγμένα περίπου όλων μας!

Πράγματι, η Δευτέρα – η κάθε Δευτέρα – αποτελεί την απαρχή, πραγματική ή φανταστική, ενός καινούριου, λιτότερου διαιτολογίου σε σύγκριση με αυτό που προηγήθηκε του Σαββατοκύριακου που μας πέρασε. Αρχίζουμε τη διαιτητική νηστεία, που, στις περισσότερες περιπτώσεις, εκεί κατά την Τρίτη ή το πολύ την Τετάρτη, αποδεικνύεται έμπρακτα πως δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ευσεβής πόθος που …«καπνός ην και διελύθη !» και το θέμα αναβάλλεται για την επόμενη, ή καμιά φορά και για τη μεθεπόμενη Δευτέρα!

Η Καθαρή Δευτέρα πράγματι διαφέρει. Εδώ τα πράγματα είναι σοβαρότερα και επισημότερα, γιατί πρόκειται για την έναρξη μιας νηστευτικής περιόδου, που θα κρατήσει σαράντα ολόκληρες μέρες, και που επισημοποιείται και λαμπρύνεται με την αχλή του φωτοστέφανου της θρησκευτικής ευλάβειας, αλλά και με την προσμονή του ξεφαντώματος του Πάσχα που έρχεται. Πρόκειται για την απαρχή μιας ριζικής μεταβολής του καθημερινού διαιτολογίου, με προκαθορισμένη διάρκεια, και με στόχο τη ψυχική, αλλά και τη σωματική «κάθαρση,» καθώς και την ψυχολογική προετοιμασία για τον εορτασμό της Ανάστασης.

Από φυσιολογική άποψη, η νηστεία της σαρακοστής μάλλον δεν αποτελεί προετοιμασία για το Πάσχα, όσο την αναγκαία και επιβεβλημένη «κάθαρση» και ανάπαυλα από την κραιπάλη και τις διαιτολογικές, γαστριμαργικές, σεξουαλικές και άλλες υπερβολές και εκτροπές που προηγήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποκριάς!

Αρχίζουμε λοιπόν τη νηστεία της σαρακοστής. Σύμφωνα με τα έθιμα, την παράδοση και τους εκκλησιαστικούς κανόνες, κατ’ αυτή τη νηστεία εξοστρακίζονται από το καθημερινό διαιτολόγιο το κρέας, τα αυγά, τα τυριά και το γιαούρτι, το βούτυρο, τα ψάρια, τα έλαια και το κρασί, όπως βέβαια και κάθε άλλο οινοπνευματώδες ποτό. Με άλλα λόγια, διακόπτεται η πρόσληψη κάθε ζωικής πρωτεϊνης – εκτός από αυτή που μπορεί να προσλαμβάνεται από τα διάφορα «θαλασσινά,» δηλαδή το χταπόδι, τη σουπιά, τα στρείδια, τα μύδια, τις πεταλίδες και άλλα παρόμοια, τα οποία, κατά περίεργο αλλά και σοφό τρόπο, επιτρέπεται να περιλαμβάνονται στην τροφή. Επιπρόσθετα, καταργείται πλήρως η πρόσληψη κάθε ζωικού λίπους και, σε μεγάλη έκταση, και του φυτικού λίπους, αφού δεν επιτρέπεται η κατανάλωση κάθε είδους ελαίου. Έτσι, το μοναδικό λίπος που προσλαμβάνεται είναι αυτό που περιέχεται στις ελιές και στους διάφορους σπόρους και ξηρούς καρπούς που επιτρέπεται να περιλαμβάνονται στο διαιτολόγιο της νηστείας.

Και τελικά τι τρώμε; Το ρίχνουμε στη φυτική τροφή. Δηλαδή τρώμε:

Α. Ψωμί και όλα όσα μπορούν να παρασκευάζονται από το αλεύρι του σταριού, του καλαμποκιού, του κριθαριού, της σίκαλης, κλπ., με άλλα λόγια τα διάφορα και ποικίλα «ζυμαρικά» και, επιπλέον ρύζι με όλα του τα παράγωγα.

Β. Όλα τα όσπρια και τα ψυχανθή, δηλαδή κουκιά, φασόλια, ρεβίθια, φακές, μπιζέλια, κλπ., καθώς και όλους τους «ξηρούς καρπούς,» δηλαδή αμύγδαλα, φιστίκια, φουντούκια, και σπόρους, όπως ο ηλιόσπορος, ο κολοκυθόσπορος, κλπ.

Γ. Τα «φθαρτά είδη» δηλαδή τις πατάτες, τις γλυκοπατάτες, τα κρεμμύδια, τα κοκκινογούλια (παντζάρια) και όλα τα νωπά λαχανικά και φρούτα.

Δ. Ζάχαρη , μέλι, χαρουπόμελο, και ορισμένα από τα προϊόντα τους.

Με αυτό τον τρόπο προσλαμβάνουμε:

1. Άφθονους, μεγαλομοριακούς κυρίως υδατάνθρακες (άμυλο), που αποτελούν την ιδανική πηγή ενέργειας για τον οργανισμό.

2. Φυτικό λεύκωμα μεγάλης βιολογικής αξίας, αφού σ΄ αυτό περιέχονται όλα τα απαραίτητα και τα μη απαραίτητα αμινοξέα, σε πολύ καλή αναλογία για τις ανάγκες του σώματος.

3. Ικανοποιητική ποσότητα λιπαρών οξέων, που περιέχονται στα έλαια της φυτικής αυτής τροφής, με μεγάλη βιολογική και διαιτητική αξία, αφού τα περισσότερα είναι και ακόρεστου τύπου, γεγονός που συμβάλλει στη διατήρηση της χοληστερόλης του πλάσματος σε όσο το δυνατό χαμηλότερα επίπεδα.

4. Όλες τις βιταμίνες και τα ανόργανα μεταλλικά στοιχεία που αποτελούν απαραίτητα συστατικά στοιχεία της τροφής: νάτριο, κάλιο, ασβέστιο, μαγνήσιο, σίδηρος, χαλκός, σελήνιο και πολλά άλλα «ιχνοστοιχεία,» από τα οποία εξαρτάται η φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού, η πλήρης αποδοτικότητα του ανοσοποιητικού μας συστήματος, και γενικά , η καλή μας υγεία.

5. Άφθονη κυτταρίνη και άλλες φυτικές οργανικές ουσίες, οι οποίες, χωρίς να πέπτονται μέσα στο γαστρεντερικό μας σωλήνα, είναι εντούτοις απαραίτητες για τη φυσιολογική λειτουργία του συστήματος και την προφύλαξή του από διάφορες διαταραχές και νόσους, μεταξύ των οποίων προέχουσα θέση κατέχει ο καρκίνος του παχέος εντέρου.

Από το νηστευτικό πρόγραμμα που εκτίθεται παραπάνω, προκύπτει ότι, κατά τη σαρακοστιανή νηστεία, εκείνο που αλλάζει βασικά στο διαιτολόγιό μας, εκτός βέβαια από τον αποκλεισμό της τροφής ζωικής προέλευσης, είναι ο προσανατολισμός προς την κατανάλωση των «φθαρτών ειδών,» δηλαδή των χορταρικών, των λαχανικών και των νωπών φρούτων. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί αποτελεί μια στροφή προς ένα σαφώς υγιεινότερο τρόπο διατροφής. Εξάλλου, και η εποχή του χρόνου είναι η κατάλληλη για τη μεταβολή αυτή, γιατί συμπίπτει με τη φυσική αφθονία και τη μεγαλύτερη δυνατή ποικιλία αυτών των ειδών.

Θυμάμαι, κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, είχαμε στην Κύπρο ένα πολύ καλό σύστημα διακίνησης και εφοδιασμού της αγοράς με αυτά τα φθαρτά είδη, το Σύστημα των Φθαρτών Ειδών. Στην Κερύνεια, ο εφοδιασμός της Δημοτικής Αγοράς με αυτά τα είδη, γινόταν από τη Δημοτική Αρχή. Εμένα με προσέλαβαν ως έκτακτο υπάλληλο στο Δημαρχείο της πόλης, με αποκλειστική απασχόληση την εποπτεία και τη ρύθμιση της διακίνησης των ειδών μεταξύ της κεντρικής κυβερνητικής υπηρεσίας που τα συγκέντρωνε από τους παραγωγούς και των μανάβηδων της Δημοτικής αγοράς. Δουλειά μου ήταν να παίρνω τις παραγγελίες από τους μανάβηδες, να παραγγέλλω αυτά τα είδη στην κεντρική υπηρεσία, να παραλαμβάνω και να διανέμω το εμπόρευμα στους δικαιούχους, να τους χρεώνω και να εισπράττω την αξία τους και να αποδίδω στο Δημοτικό ταμείο και προς την κεντρική Υπηρεσία τα οφειλόμενα.

Οι τιμές καθορίζονταν και αναπροσαρμόζονταν κάθε λίγες μέρες από μια μικτή επιτροπή εκπροσώπων των παραγωγών και των αρμοδίων κυβερνητικών υπαλλήλων. Επρόκειτο για ένα είδος στοιχειώδους μικτής οικονομίας, η οποία λειτουργούσε αποδοτικά, συνέτεινε δε στον απρόσκοπτο και επαρκή εφοδιασμό της αγοράς με τα αγροτικά προϊόντα, χωρίς τη μεσολάβηση μονοπωλίων και κερδοσκοπίας..

Κατά τα τρία χρόνια (1943 – 1946), που εργάστηκα σ’ αυτή την υπηρεσία, εκτός από το οικονομικό-εμπορικό μέρος και τις ιδιαιτερότητες της όλης αυτής υπόθεσης της διακίνησης των «φθαρτών ειδών,» έμαθα, με άμεση εμπειρία, ένα σωρό πράγματα που αφορούν όλα αυτά τα είδη διατροφής, που δεν ήταν ποτέ δυνατό να γίνουν κτήμα μου με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΜΗΝΑΣ

Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών,

Ιατρική Σχολή